Κι αν μας χωρίζουν οι πατρίδες
γνωρίζουμε πως τα δάκρυά μας
αναβλύζουν απ᾿ την ιδια ψυχή.
Σ τη νύχτα.
Στις όχθες των φθαρμένων ημερολογίων που κρατούσα πάντα
μέσα στα χέρια μου, το φώς ήταν λιγοστό.
Γι᾿ αυτὸ εύκολα μπέρδεψα την ταπείνωση με άλλα ευγενικὰ αισθήματα.
Τίποτα δεν αντιλήφθηκα πριν την μεταλλαγή.
Δυσκολίες στην κατάποση ήταν σημάδια, αλλὰ τ᾿ αγνόησα.
Ώσπου ενα σαρκοφάγο ένστικτό μου, απάγγειλε την κατηγορία.
Το μεγάλο μου έγκλημα.. Η συνενοχή.
Θεέ μου σκέφτηκα, πως να σωθεί κανεὶς και απ᾿ τον εαυτό του
και έψαχνα μια γωνιὰ να κρυφτώ και πολλὲς
φορὲς τα κατάφερα,και τις περισσότερες ήτανε μέρα.
Γιατὶ η νύχτα κλείνει μια απέραντη σιωπὴ
(σαν τα τεράστια μάτια του Χριστού στον θόλο της εκκλησίας,
που με συνέπαιρναν παιδί)
και τίποτε απ᾿ αυτην δεν μπορεί να κρατηθεί μυστικό
Ανελέητη, φτάνει ώς της ψυχής το μεδούλι·
γι᾿ αυτὸ αγαπώ την νύκτα, γιατί σ᾿ εξιλεώνει
- ποιον δεν καθαγίασε ο πόνος !
Και ακόμη και ο δήμιος θα με λυπηθεί αν δει τις στάχτες μου την νύκτα.
Εξουθενωμένη (πάντα η ανάσταση περνά απ᾿ τὴν άβυσσο)
αλλὰ άμωμη, βρίσκω ξανὰ τον προορισμό.
Κάποτε σ᾿ έρημους δρόμους τα χειμωνιάτικα βράδια
στέκει παράμερα ένας παρείσακτος (είμαι εγώ)
κι όλα του φαίνονται ακατανόητα, προετοιμασμένα
για την λησμονιά.
Και μόνο οι ποιητὲς που κράτησαν την βαθύτερη μνήμη,
της ψυχής, ακέραιη, διέσωσαν τον γυρισμό.
Και ανέσυραν με τους ρυθμοὺς της νύκτας
τις εικόνες τις πιο αληθινές.