28 Δεκεμβρίου 2013

Αυτον γουστάρω!!

Και ξέρεις γιατί;

Γιατί δεν φοβάται να τσαλακώσει τον Γκούφη..και γιατί να μη το κάνει;
Γιατί δεν διαφέρει καθόλου από εμας, μόνο που  εμείς, μπροστά στους 
άλλους, φοράμε προσωπείο προσεγμένο καλά όμως, μη τυχόν και χαλάσει η εικόνα μας...
ποια εικόνα αλήθεια;
Γιατί χαμογελά πάντα με τα παθήματά του...γνωρίζει άλλωστε πως πάθημα ίσον μάθημα!
Γιατί ξέχασε να μεγαλώσει (κυρίως γι'αυτο).
Γιατί γελά, τραγουδά, ρωτάει για τα αυτονόητα και δεν ντρέπεται αν θεωρηθεί αμαθής,
ε και;...γεννήθηκε κανείς παντογνώστης;
Γιατί  πέφτει, σηκώνεται,ξαναπέφτει και ξανασηκώνεται!
Γιατί αυτος είναι Αληθινός! 

Ε λοιπόν, αυτον εγω πολυ τον γουστάρω!... και ξέρεις γιατί;
... γιατί δεν είναι Δήθεν ρε!

Γιατί αυτός είναι Ηρωας...ο δικός μου Ηρωας!!

3 Νοεμβρίου 2013

ΑΦΗΣΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΡΩ


Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα:
δεν έλυσα κανένα.
Oύτε κι αυτά που θέλαν να πεθάνουν
πλάι στα παιδικά μου χρόνια:
έχω ένα βαρελάκι που 'χει δυο λογιών κρασάκι.
Tο κράτησα ώς τώρα
αχάλαστο ανεξήγητο,
γιατί ώς τώρα
δυο λογιών κρασάκι
έχουν λυμένα κι άλυτα που μου τυχαίνουν.
Συμβίωσα σκληρά
μ' έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχει
και δεν τον ρώτησα ποτέ
ποιας φωτιάς γιος είναι,
σε ποιο θεό ανεβαίνει και μου φεύγει.

Δεν του λιγόστεψα του κόσμου
τα προσωπιδοφόρα πλάσματά του,
του ανάθρεψα του κόσμου το μυστήριο
με θυσία και με στέρηση.
Mε το αίμα που μου δόθηκε
για να τον εξηγήσω.

Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια
και σκεπασμένη πρόθεση
έτσι το δέχτηκα
κι έτσι τ' αποχωρίστηκα:
με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση.
Aίνιγμα δανείστηκα,
αίνιγμα επέστρεψα.
Άφησα να μην ξέρω
πώς λύνεται ένα χθες,
ένα εξαρτάται,
το αίνιγμα των ασυμπτώτων.
Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω,
ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι.

Oύτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φως
να σε διακρίνω.
Στάθηκα Πηνελόπη
στη σκοτεινή ολιγωρία σου.
Kι αν ρώτησα καμιά φορά πώς λύνεσαι,
πηγή αν είσαι ή κρήνη,
θα 'ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα
που, Πηνελόπες και όχι,
μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού
για να δοξάζεται το αίνιγμα
πώς μένουμε αξεδίψαστοι.
Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Aναμάρτητη:
αξεδίψαστη.
Στο αίνιγμα του θανάτου
πάω ψυχωμένη.

Κική Δημουλά

28 Απριλίου 2013

Στο υπέρλευκο..


Εντελβάις, εντελβάις,
αστέρι των Αλπεων μυριάχτιδο,
στων ίλλιγγων λάμπεις το μέτωπο
και στο βάθρο της αιώνιας κρυστάλλινης
κορφής απο χνάρι ακηλίδωτης.
Τ΄ αστραπόβροντα σφράγισαν σαν μεταξιά σου τ' ανθόφυλλα
με το μάρμαρο φώς  τους,

νάσαι πάντα το χάρμα
των άβυσσων άφεγγων, άβυθων,
ω ανδριού γέννα βράχου απαλότατη!
Ο ήλιος όταν σταθεί στον ανήφορο,
ανθίζεις κ' εσύ με το Σείριο
να φωτίζεις λευκάδιο του καταράχτη το γκρέμισμα,
εννιά μήνες δεσμότη.

Εκεί που ρόδα αγάπης δε χαράζουν,
από εσέ στον ανήφορο ηττημένο,
τ' άλπειο ζει ρόδο, ωραίο, χωρίς ευώδια,
ανάμεσα παγόλιμνη και λίμνη
ματιάζοντας το αστραφτερό σου θάμα.

Σε καθρέφτη από κρούσταλλα
καμαρώνεις ω νάρκισσε
Στο λαμπερό σου, το έφηβο κάλλος
ξαφνιάζεται ο μέγας αιτός
σα να πήζει για μιάς το διπλόφερτο θάμπος
της αστραπής του γιγάντισσας,
σταματά τον κυκλόφερτο πεντοζάλη σ'ακρόκορφες
ανάφτερος, να, θα χοιμήξει
στο αλύγιστο νύχι ν΄αρπάξει απαλά
κάποιο νέο Γανυμήδη υπερβόρειο.

Το φαράγγι ανυψώνει σου του νερού τον τρισαίωνο
ίακχο.Του κάκου γέρνουν να ιδούν σε
οι απάρθενες γύρω κορφές,
μα τ' αγριόγιδο αψά γεφυρώνει το χάσμα
με άσφαλτο πόδια, τρεμάμενα,
και χαρίζει σου, αμύριστε, της ανάσας του το άρωμα.
Πώς λάφιασε, σα ν΄αφηγκριέται
το αποκέρατο σφύριγμα του κηνυγού,
από βράχο σε βράχο αντοβόητο!

Του ριγηλού σου ανίδεες μεγαλείου,
ανθούν σε σύμμετρα όρη. σαν παρνάσσια,
θαλασσιά ζεστή, πρόσχαρη η γεντσιάνα
κ' η λευκή, ακριβοθώρητη αδελφή της,
χαρά σε ιμέρων ανάγλυφα στήθη.

Τι ποθείς χιονανθέ, προς το χάος πάντα γέρνοντας;
Του νερού μη ν'ακούσεις το τραγούδι, Σειρήνων,
ή, ριζομένε, το λεύτερο νειρεσαι
του ρέματος σε άγνωστα μέρη φιδόσυρμα;
τα ποτάμια που φύγαν
και πίσω να ιδούν δε γυρνάνε,
λίμνες γλυκόδροσες, νούφαρα, βάρκες...
και πιο πέρα η μεγάλη Νεράιδα,
νούφαρα πόχει το αφρόκυμα
κ΄είναι οι πλώρες της είναι γκρεμοί βροντοζάλιστοι...
Α! τον ήλιο πώς χαίρεται, χρόνος, χρόνος δώδεκα μήνες!

Το δικό της κ' εκείνη εντελβάις κρυφοχαίρεται
σε στριδιού χαραμίδα, σα σε βράχων σκισμάδα,
ευγενικό σαν κ' εσένα φωτόλευκο,
από κύμα γαλάζιο - ή και πόρφυρο κάποτε-
που ανατέλλει. Ω, το νάνο
φεγγάρι, της ζωής αναστατώνει και σέρνει τη Σφαίρα!
Και των 'Αλπεων  ο γιός, ιλιγγόσυρτος,
όλο ψηλά και ψηλότερα
σκαρφαλώνει για εσένα, εντελβάις, απόκοτα
και σε δρέπει, ή του βάραθρου μαύρη Λάμια τον δρέπει...

Ναί, σου ταιριάζει ο ύμνος, άνθος λαι άστρο.
Μα την αγάπη του ο ξενιτεμένος
σ΄εσάς χαρίζει, ω θαλασσιά γεντσιάνα,
και ω, που θυμίζεις γιασεμί, χιονάτη,
την αγάπη του ακέρια σας χαρίζει!

Κ. ΑΘ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ-ΞΕΝΑΚΗΣ

27 Ιανουαρίου 2013

«Η Ντροπή της Ευρώπης»

Το ποίημα του Γκίντερ Γκρας για την Ελλάδα

Το ποίημα του Γερμανού συγγραφέα, Γκίντερ Γκρας, με τίτλο «Η Ντροπή της Ευρώπης» δημοσιεύεται σήμερα σε παγκόσμια αποκλειστικότητα στην «Καθημερινή», από κοινού με τη Sueddeutsche Zeitung.
Ο νομπελίστας απευθύνεται στην Ευρώπη και την προειδοποιεί ότι κινδυνεύει με πνευματική πενία αν αποπέμψει από τις αγκάλες της τη χώρα που τη δημιούργησε.
Με αναφορές στην Ιφιγένεια εν Ταύροις του Γκαίτε, τον μύθο της Αντιγόνης και το έργο του φιλέλληνα Γερμανού λυρικού ποιητή Χέλντερλιν, ο Γκρας διατρέχει την ελληνική Ιστορία, από την αρχαιότητα ως τη χούντα των συνταγματαρχών. Καταλήγει δε με την απειλή ότι «η απληστία των τραπεζών, των επιτρόπων και των εγκαθέτων τους» θα προκαλέσει τη μήνι των ίδιων των θεών.

«Δίχως την Ελλάδα η Ευρώπη θα είναι φτωχότερη, μία ήπειρος φθαρμένη και στερημένη από οποιαδήποτε πνευματικότητα».

«Η Ντροπή της Ευρώπης»

Στο χάος κοντά, γιατί δεν συμμορφώθηκε στις αγορές· κι Εσύ μακριά από τη Χώρα, που Σου χάρισε το λίκνο.
Οσα Εσύ με την ψυχή ζήτησες και νόμισες πως βρήκες, τώρα θα καταλυθούν, και θα εκτιμηθούν σαν σκουριασμένα παλιοσίδερα.
Σαν οφειλέτης διαπομπευμένος και γυμνός, υποφέρει μια Χώρα· κι Εσύ, αντί για το ευχαριστώ που της οφείλεις, προσφέρεις λόγια κενά.
Καταδικασμένη σε φτώχεια η Χώρα αυτή, που ο πλούτος της κοσμεί Μουσεία: η λεία που Εσύ φυλάττεις.
Αυτοί που με τη δύναμη των όπλων είχαν επιτεθεί στη Χώρα την ευλογημένη με νησιά, στον στρατιωτικό τους σάκο κουβαλούσαν τον Χέλντερλιν.
Ελάχιστα αποδεκτή Χώρα, όμως οι πραξικοπηματίες της, κάποτε, από Εσένα, ως σύμμαχοι έγιναν αποδεκτοί.
Χώρα χωρίς δικαιώματα, που η ισχυρογνώμονη εξουσία ολοένα και περισσότερο της σφίγγει το ζωνάρι.
Σ’ Εσένα αντιστέκεται φορώντας μαύρα η Αντιγόνη, και σ’ όλη τη Χώρα πένθος ντύνεται ο λαός, που Εσένα φιλοξένησε.
Ομως, έξω από τη Χώρα, του Κροίσου οι ακόλουθοι και οι όμοιοί του όλα όσα έχουν τη λάμψη του χρυσού στοιβάζουν στο δικό Σου θησαυροφυλάκιο.
Πιες επιτέλους, πιες! κραυγάζουν οι εγκάθετοι των Επιτρόπων· όμως ο Σωκράτης, με οργή Σου επιστρέφει το κύπελλο γεμάτο ώς επάνω.
Θα καταραστούν εν χορώ, ό,τι είναι δικό Σου οι θεοί, που τον Ολυμπό τους η δική Σου θέληση ζητάει ν’ απαλλοτριώσει.
Στερημένη από πνεύμα, Εσύ θα φθαρείς χωρίς τη Χώρα, που το πνεύμα της, Εσένα, Ευρώπη, εδημιούργησε.