31 Μαρτίου 2008

Κ.ΚΑΡΙΩΤΑΚΗΣ

..Δύο φωνές μου μιλούσαν.
Η πρώτη, ύπουλη και σταθερή, έλεγε: «Η Γη είναι ένα γλύκισμα ωραίο· μπορώ (και η ευχαρίστηση σου θα 'ναι τότε χωρίς τέλος!) να σου δώσω μιαν όρεξη παρόμοια μεγάλη».
Και η δεύτερη: «Ελα! ω, έλα στο ταξίδι των ονείρων, πέρα από το δυνατό, πέρα από το γνωρισμένο!».
Και η φωνή αυτή ετραγουδούσε όπως ο άνεμος στις ακρογιαλιές, φάντασμα που κλαυθμυρίζει και κανείς δεν ξέρει πούθε ήρθε, που χαϊδεύει το αυτί κι όμως τρομάζει.
Σου απάντησα: «Ναι! γλυκιά φωνή!».

28 Μαρτίου 2008

ΘΕΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ


ΘΕΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ / ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Ο νους του ανθρώπου είναι σαν ένας κήπος με λουλούδια. Αν ένας κήπος μείνει απεριποίητος, θα γεμίσει αγριόχορτα. Το ίδιο θα συμβεί και με το νου μας αν τον αφήσουμε απροστάτευτο για λίγο διάστημα. Πρέπει λοιπόν να τον προσέχουμε ξεριζώνοντας τα αγριόχορτα των αρνητικών σκέψεων και φυτεύοντας τα όμορφα λουλούδια των θετικών σκέψεων και της προσευχής. Με τη βοήθεια αυτών η καρδιά ανθίζει, ο νους εξαγνίζεται και καλλιεργούνται ευγενικές ποιότητες, όπως συγχώρηση, ταπεινότητα, υπομονή, θάρρος, πίστη, αγάπη κλπ.

http://www.saibaba.gr/ssehy.html

27 Μαρτίου 2008

ΕΥΓΕΝΕΙΑ


Ευγένεια («Πληγωμένοι Θεοί»)*

Κάνε τον πόνο σου άρπα.
Και γίνε σαν αηδόνι,
και γίνε σα λουλούδι.
Πικροί σαν έλθουν χρόνοι,
κάνε τον πόνο σου άρπα
και πε τονε τραγούδι.

Μη δέσεις την πληγή σου
παρά με ροδοκλώνια.
Λάγνα σου δίνω μύρα
-για μπάλσαμο- κι αφιόνια.
Μη δέσεις την πληγή σου,
και το αίμα σου, πορφύρα.

Λέγε στους θεούς «να σβήσω!»
μα κράτα το ποτήρι.
Κλώτσα τις μέρες σου όντας
να σου ναι πανηγύρι.
Λέγε στου θεούς «να σβήσω!»
μα λέγε το γελώντας.

Κάνε τον πόνο σου άρπα.
Και δρόσισε τα χείλη
στα χείλη της πληγής σου.
Ένα πρωί, ένα δείλι,
κάνε τον πόνο σου άρπα
και γέλασε και σβήσου.


Κ.ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

26 Μαρτίου 2008

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ

"Το βιβλίο τούτο δεν είναι βιογραφία, είναι εξομολόγηση του αγωνιζόμενου ανθρώπου"


Η δυαδική υπόσταση του Χριστού στάθηκε για μένα πάντα βαθύ, ανεξερεύνητο μυστήριο, η λαχτάρα, η τόσο ανθρώπινη, η τόσο υπεράνθρωπη, να φτάσει ο άνθρωπος ως το Θεό -ή, πιο σωστά, να επιστρέψει ο άνθρωπος στο Θεό και να ταυτιστεί μαζί του, η νοσταλγία αυτή, η τόσο μυστική και συνάμα τόσο πραγματική, άνοιγε μέσα μου πληγές και πηγές μεγάλες.

Από τη νεότητα μου η πρωταρχική αγωνία μου, από όπου πήγαζαν όλες μου οι χαρές κι όλες μου οι πίκρες, ήταν τούτη: ή ακατάπαυτη, ανήλεη πάλη ανάμεσα στο πνέμα και στη σάρκα.

Μέσα μου παμπάλαιες ανθρώπινες και προανθρώπινες σκοτεινές δυνάμες του Πονηρού, μέσα μου παμπάλαιες ανθρώπινες και προανθρώπινες φωτερές δυνάμες του Θεού, κι η ψυχή μου ήταν η παλαίστρα όπου οι δυο τούτοι στρατοί χτυπιούνταν κι έσμιγαν.

Αγωνία μεγάλη, αγαπούσα το σώμα μου, και δεν ήθελα να χαθεί, αγαπούσα την ψυχή μου, και δεν ήθελα να ξεπέσει, μάχουμουν να φιλιώσω τις δυο αυτές αντίδρομες κοσμογονικές δυνάμες, να νιώσουν πως δεν είναι οχτροί, είναι συνεργάτες, και να χαρούν, να χαρώ κι εγώ μαζί τους, την αρμονία.

Κάθε άνθρωπος είναι θεάνθρωπος, σάρκα και πνέμα, να γιατί το μυστήριο του Χριστού δεν είναι μονάχα μυστήριο μιας ορισμένης θρησκείας, είναι πανανθρώπινο, σε κάθε άνθρωπο ξεσπάει η πάλη Θεού κι ανθρώπου, και συνάμα η λαχτάρα της φίλιωσης. Τις περισσότερες φορές η πάλη αυτή είναι ασύνειδη, βαστάει λίγο, δεν αντέχει μια αδύνατη ψυχή ν' αντιστέκεται καιρό πολύ στη σάρκα, βαραίνει, γίνεται κι αυτή σάρκα, κι ο αγώνας παίρνει τέλος. Μα στους υπεύθυνους ανθρώπους, που έχουν μερόνυχτα καρφωμένα τα μάτια τους στο ανώτατο Χρέος, η πάλη ανάμεσα στη σάρκα και στο πνέμα ξεσπάει χωρίς έλεος και μπορεί να βαστάξει ως το θάνατο.

Όσο πιο δυνατή η ψυχή κι η σάρκα, τόσο κι η πάλη πιο γόνιμη κι η τελική αρμονία πιο πλούσια. Δεν αγαπάει ο θεός τις αδύνατες ψυχές και τις πλαδαρές σάρκες. Το πνέμα θέλει να 'χει να παλέψει με δυνατή, γεμάτη αντίσταση σάρκα, είναι πουλί σαρκοβόρο, που ακατάπαυτα πεινάει, τρώει σάρκα και την εξαφανίζει αφομοιώνοντας τη.

Πάλη ανάμεσα στη σάρκα και στο πνέμα, ανταρσία κι αντίσταση, φίλιωση κι υποταγή, και τέλος, ανώτατος σκοπός της πάλης, η ένωση με το Θεό -να ο ανήφορος που πήρε ο Χριστός και μας καλεί να πάρουμε κι εμείς ακολουθώντας τα αιματωμένα του αχνάρια. Πώς να κινήσουμε κι εμείς για την ανώτατη αυτή κορφή, όπου, πρωτότοκος υιός της σωτηρίας, έφτασε ο Χριστός, να το ανώτατο Χρέος του αγωνιζόμενου ανθρώπου.

Ανάγκη λοιπόν, για. να μπορούμε να τον ακολουθήσουμε, βαθιά να ξέρουμε τον αγώνα του, να ζήσουμε την αγωνία του, πώς νίκησε τις ανθισμένες παγίδες της γης, πώς θυσίασε τις μεγάλες και τις μικρές χαρές του ανθρώπου κι ανέβηκε από θυσία σε θυσία, από αυλό σε αυλό, στην κορυφή της άθλησης, στο Σταυρό.

Ποτέ δεν ακολούθησα με τόσο τρόμο την αιματωμένη πορεία τον στο Γολγοθά, ποτέ δεν έζησα με τόση ένταση, με τόση κατανόηση κι αγάπη το Βίο και τα Πάθη του Χριστού, όσο τις μέρες και τις νύχτες που έγραφα τον Τελευταίο Πειρασμό. Γράφοντας την εξομολόγηση ετούτη της αγωνίας και της μεγάλης ελπίδας του ανθρώπου ήμουν συγκινημένος τόσο που τα μάτια μου βούρκωναν, δεν είχα νιώσει ποτέ με τόση γλύκα, με τόσο πόνο να πέφτει στάλα στάλα το αίμα τον Χριστού στην καρδιά μου.

Γιατί ο Χριστός, για ν' ανέβει στην κορυφή της θυσίας, στο Σταυρό, στην κορυφή της εξαΰλωσης, στο θεό, πέρασε όλα τα στάδια του αγωνιζόμενου ανθρώπου. Όλα, και γι' αυτό κι ο πόνος του μας είναι τόσο γνώριμος και τον πονούμε, κι η τελική νίκη του μας φαίνεται τόσο και δικιά μας μελλούμενη νίκη. Ό,τι είχε βαθιά ανθρώπινο ο Χριστός μας βοηθάει να τον καταλάβουμε και να τον αγαπήσουμε και να παρακολουθούμε τα Πάθη του σα να 'ταν δικά μας πάθη. Αν δεν είχε μέσα του το ζεστό ανθρώπινο στοιχείο, δε θα μπορούσε ποτέ με τόση σιγουράδα και τρυφερότητα να αγγίξει την καρδιά μας' και δε θα μπορούσε να γίνει πρότυπο στη ζωή μας. Αγωνιζόμαστε κι εμείς, τον βλέπουμε κι αυτόν να αγωνίζεται και παίρνουμε κουράγιο, βλέπουμε, δεν είμαστε ολομόναχοι στον κόσμο, αγωνίζεται κι αυτός μαζί μας.

Η κάθε στιγμή τον Χριστού είναι αγώνας και νίκη. Νίκησε την ακαταμάχητη γοητεία της απλής ανθρώπινης χαράς, νίκησε τους πειρασμούς, μετουσίωνε ολοένα τη σάρκα σε πνέμα κι ανηφόριζε, έφτασε στην κορφή τον Γολγοθά, ανέβηκε στο Σταυρό.

Μα κι εκεί ο αγώνας του δεν τέλειωσε, απάνω στο Σταυρό τον περίμενε ο Πειρασμός, ο Τελευταίος Πειρασμός, σε μια βίαιη αστραπή άπλωσε το πνέμα του Πονηρού μπροστά από τα λιποθυμισμένα μάτια του Σταυρωμένου το πλανερό δράμα μιας γαλήνιας, ευτυχισμένης ζωής.· είχε πάρει, λέει, έτσι του φάνηκε, τον εύκολο, στρωτό δρόμο του ανθρώπου, είχε παντρευτεί, είχε κάμει παιδιά, τον αγαπούσαν και τον τιμούσαν οι άνθρωποι, και τώρα, γέρος πια, κάθουνταν στο κατώφλι του σπιτιού τον, θυμόταν τις λαχτάρες της νιότης του και χαμογελούσε ευχαριστημένος' τι καλά, τι φρόνιμα που έκαμε και πήρε το δρόμο του ανθρώπου, και τι παραφροσύνη ήταν εκείνη να θέλει, λέει, να σώσει τον κόσμο. Τι χαρά που γλίτωσε από τις κακουχίες, το μαρτύριο και το Σταυρό!

Να ποιος ήταν ο τελευταίος πειρασμός που ήρθε, σε μιαν αστραπή, να ταράξει τις στερνές στιγμές του Σωτήρα.

Μα ολομεμιάς τίναξε ο Χριστός το κεφάλι, άνοιξε τα μάτια, είδε' όχι, όχι, δεν πρόδωκε, δόξα σοι ο Θεός, δε λιποτάχτησε, εξετέλεσε την αποστολή που του μπιστεύτηκε ο θεός, δεν παντρεύτηκε, δεν έζησε ευτυχισμένος, έφτασε στην κορυφή της θυσίας, βρίσκεται καρφωμένος απάνω στο Σταυρό.

Έκλεισε τα μάτια του ευτυχισμένος, και τότε ακούστηκε θριαμβευτικιά η κραυγή: «Τετέλεσται»

Δηλαδή τέλεψα το χρέος μου, σταυρώθηκα, δεν έπεσα στον πειρασμό.

Για να δώσω ένα ανώτατο πρότυπο στον αγωνιζόμενο άνθρωπο, για να δείξω πως δεν πρέπει να φοβάται τον πόνο, τον πειρασμό και το θάνατο, γιατί όλα αυτά μπορεί να νικηθούν, νικήθηκαν κιόλα, γράφτηκε το βιβλίο ετούτο. Ο Χριστός πόνεσε, κι από τότε ο πόνος άγιασε, πολέμησε, ως την τελευταία στιγμή, ο Πειρασμός να τον πλανέψει, κι ο Πειρασμός νικήθηκε, σταυρώθηκε ο Χριστός, κι από τότε νικήθηκε ο θάνατος. Κάθε εμπόδιο στην πορεία του γίνουνταν αφορμή κι ορόσημο νίκης, έχουμε πια ένα πρότυπο μπροστά μας, που μας ανοίγει το δρόμο και μας δίνει κουράγιο. Το βιβλίο τούτο δεν είναι βιογραφία, είναι εξομολόγηση του αγωνιζόμενου ανθρώπου. Δημοσιεύοντας το έκαμα το χρέος μου, το χρέος ενός ανθρώπου που πολύ αγωνίστηκε, πολύ πικράθηκε στη ζωή του και πολύ έλπισε. Είμαι βέβαιος πώς κάθε λεύτερος άνθρωπος που θα διαβάσει το βιβλίο ετούτο, το γεμάτο αγάπη, θ' αγαπήσει περισσότερο παρά ποτέ, καλύτερα παρά ποτέ, το Χριστό.



Νίκος Καζαντζάκης, για τον Τελευταίο Πειρασμό

25 Μαρτίου 2008

NIKOΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ


Διανοητής Ατίθασος Ανένταχτος

Βιογραφικό

Από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Έλληνες Λογοτέχνες Διανοητές. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης, στις 18 Φλεβάρη 1883. Τις εγκύκλιες σπουδές του έκανε στην ιδιαίτερη πατρίδα του και στη Νάξο, όπου κατά τη διετία 1897-99 είχε καταφύγει η οικογένειά του, λόγω της κρητικής εξέγερσης εναντίον των τουρκικών δυνάμεων κατοχής. Το 1902 ήρθε στην Αθήνα κι άρχισε να φοιτά στη Νομική. Πήρε δίπλωμα το 1906 και τον ίδιο χρόνο αρχίζει ουσιαστικά η σταδιοδρομία του στα γράμματα και στη σκέψη. Συνεργάζεται με το περιοδικό ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ και την εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, όπου δημοσιεύει χρονογραφήματα με το ψευδώνυμο Ακρίτας.
Το 1906 δημοσιεύεται το πρώτο βιβλίο του, "Όφις & Κρίνο", με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή. Από το 1907 ως το 1909 είναι εγκατεστημένος στο Παρίσι για ανώτερες σπουδές στα νομικά. Παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα του Ανρί Μπερξόν, από τον οποίο κι επηρεάστηκε βαθύτατα. Επιστρέφοντας δημοσιεύει σε συνέχειες (30/8/1909-7/2/10), στο περιοδικό ΝΟΥΜΑΣ, το μυθιστόρημα "Σπασμένες Ψυχές". Ακόμα, κριτικά μελετήματα στα περιοδικά ΝΕΑ ΖΩΗ της Αλεξάνδρειας και ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ. Στο Ηράκλειο εκδίδεται η διατριβή του επί υφηγεσία, "Ο Φρειδερίκος Νίτσε Εν Τη Φιλοσοφία Του Δικαίου Και Της Πολιτείας".
Το 1910 έρχεται να εγκατασταθεί στην Αθήνα, μαζί με τη Γαλάτεια Αλεξίου (1881-1962), παίρνει μέρος στη κίνηση για την ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Μεταφράζει Νίτσε, Μπερξόν, Δαρβίνο, Τζέημς, Μπίχνερ, Πλάτωνα. Το 1914, μέσω των δραστηριοτήτων του Εκπαιδευτικού Ομίλου γνωρίζεται με τον Σικελιανό και για 2 μήνες ταξιδεύουνε στα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Προσπαθεί ν' ασχοληθεί βιοποριστικά με μεταλλευτικές επιχειρήσεις για ένα μήνα στη Πράστοβα της Μάνης, μαζί με τον μεταλλωρύχο Γιώργη Ζορμπά.
Τον επόμενο χρόνο ταξιδεύει στη Σοβιετική Ένωση, ως απεσταλμένος της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ και στη συνέχεια αλλεπάλληλα ταξίδια σε: Σοβιετική Ένωση, Ισπανία, Ιταλία, Αίγυπτο και Σινά, ως ανταποκριτής των εφημερίδων, ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ και ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. Το 1928, μαζί με τον ελληνορουμάνο πεζογράφο Παναΐτ Ιστράτι, τον οποίο είχε γνωρίσει τον προηγούμενο χρόνο στη Σοβιετική Ένωση, μιλάνε σε συγκέντρωση, στο Θέατρο ΑΛΑΜΠΡΑ, για τη πορεία και τις επιτεύξεις της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία. Οργανωτής της συγκέντρωσης ο Δημήτρης Γληνός. Ακολουθεί δικαστική δίωξη ομιλητών κι οργανωτή.
Στο διάστημα 1929-33 συνεχή ταξίδια σε: Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία. Μεταφράζει έμμετρα τη "Θεία Κωμωδία" του Δάντη (1931) και γράφει ένα μεγάλο μέρος των ωδών, που αργότερα θα ενσωματωθούν στις "Τερτσίνες" (1960). Από το 1933 ως το 1944 εγκαθίσταται μόνιμα στην Αίγινα, αν κι οι απουσίες του είναι συχνές: ταξίδι σε Ιαπωνία και Κίνα (1935) και δημοσίευση των εντυπώσεών του στην ΑΚΡΟΠΟΛΗ (1938), ταξίδι στην Αγγλία (1939) και δημοσίευση των εντυπώσεών του σε βιβλίο (1941).
Το ίδιο διάστημα πλήθος κειμένων, μεταφράσεις Ισπανών λυρικών στο περιοδικό ΚΥΚΛΟΣ (1933), γαλλική έκδοση του μυθιστορήματος "Toda-Raba", με το ψευδώνυμο Νικολάι Καζάν. Έκδοση του μυθιστορήματος "Ο Βραχόκηπος" στην Ολλανδία και στη Χιλή. Δημοσίευση στη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ του πρώτου μέρους του "Φάουστ" του Γκαίτε. Έκδοση της "Θείας Κωμωδίας". Το 1942 εκφράζει την επιθυμία να πάρει μέρος στην αντίσταση. Αρχίζει τον ίδιο χρόνο να συνεργάζεται με τον Ι. Κακριδή για τη μετάφραση της "Ιλιάδας". Γράφει τα θεατρικά του, "Καποδίστριας" και "Κωνσταντίνος Παλαιολόγος".
Το 1945 ενεργότερη συμμετοχή του στα πολιτικά πράγματα. Πρόεδρος Σοσιαλιστικής Εργατικής Ένωσης. Ονομάζεται Υπουργός 'Ανευ Χαρτοφυλακίου (26/11/45-11/1/46) στη Κυβέρνηση Σοφούλη. Προβάλλεται η υποψηφιότητά του ως Ακαδημαϊκού αλλά τελικά δεν εκλέγεται. Επίσης, ναρκοθετείται από πολιτικούς συντηρητικούς κύκλους η υποψηφιότητά του, όπως και του Σικελιανού, για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αρχίζει μιαν ιδιαίτερα παραγωγική περίοδο, η τελευταία της ζωής του: γράφει την τραγωδία "Σόδομα & Γόμορρα", το μυθιστόρημα "Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται", τις τραγωδίες "Χριστόφορος Κολόμβος" και "Θησέας" (1948-1949). Το 1953 τελειώνει το μυθιστόρημα "Ο Τελευταίος Πειρασμός" κι η Εκκλησία ζητά τον διωγμό του, αν και δεν έχει ακόμα κυκλοφορήσει το βιβλίο. Επίσης το Βατικανό γράφει το βιβλίο στον Πίνακα (Index) των απαγορευμένων αναγνωσμάτων.
Στις αρχές του 1954 δημοσιεύεται στη Γαλλία το μυθιστόρημά του "Βίος & Πολιτεία Του Αλέξη Ζορμπά", το οποίο και βραβεύεται με τη διάκριση του καλύτερου ξένου βιβλίου της χρονιάς. Αποφασίζει να ταξιδέψει για δεύτερη φορά στη Κίνα, μέσω Πράγας και Μόσχας. Επιστρέφει, με ιδιαίτερα κλονισμένη υγεία και νοσηλεύεται στη Κοπεγχάγη και στο Φράιμπουργκ, όπου και πεθαίνει στις 26 Οκτώβρη 1957, σ' ηλικία 74 ετών.

24 Μαρτίου 2008

ΣΗΜΑΙΑ

"Ένα κομμάτι ορθογώνιο παραλληλόγραμμο ύφασμα υψωμένο σε ένα
κοντάρι με ένα ή περισσότερα χρώματα ή και με εικόνες, αυτό εννοούμε
όταν ακούσωμε τη λέξη Σημαία.
Αλλά σημαία δεν είναι μόνο ένα κομμάτι ύφασμα. Η σημαία είναι
το σύμβολο με το οποίο ενσαρκώνεται και έρχεται εμπρός η ιδέα της
Πατρίδας. Είναι η ιστορία της, η ιερά και υπερήφανη στην οποία
κατοπτρίζονται η δόξα και το μεγαλείο των θριάμβων της. Σ' αυτήν
βλέπει ο καθένας το σπίτι του, το χωριό του, τους γονείς του και
συγγενείς του, τους φίλους του, τις ελπίδες του και τα όνειρά του.
Είναι η συνείδησις, η τιμή και η δόξα του στρατιώτη. Είναι η
κυματίζουσα ιδέα."

ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.

2. Απ' τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

3. Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
"έλα πάλι", να σου πεί.

4. Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα,
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

5. Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σού έμενε να λές
περασμένα μεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαις.

6. Και ακαρτέρει και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι
από την απελπισιά,

7. Κι έλεες: "Πότε, α, πότε βγάνω
το κεφάλι από τσ' ερμιές;".
Και αποκρίνοντο από πάνω
κλάψες, άλυσες, φωνές.

8. Τότε εσήκωνες το βλέμμα
μες στα κλάιματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα,
πλήθος αίμα ελληνικό.

9. Με τα ρούχα αιματωμένα
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.

10. Μοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή
δεν είν' εύκολες οι θύρες
εάν η χρεία τες κουρταλεί.

11. Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
αλλ' ανάσαση καμμιά
άλλος σου έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φρικτά.

12. Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου
οπού εχαίροντο πολύ,
"σύρε νά 'βρεις τα παιδιά σου,
σύρε", έλεγαν οι σκληροί.

13. Φεύγει οπίσω το ποδάρι
και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι
που τη δόξα σού ενθυμεί.

Ο Εθνικός Ύμνος των Ελλήνων.
"ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ" Διονυσίου Σολωμού.

Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

«Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι»
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ


Η Ηρωική έξοδος του Μεσολογγίου αποτελεί ίσως την κορυφαία και την πιο συγκινητική στιγμή του Αγώνα της Εθνικής μας παλιγγενεσίας. Η έξοδος ήταν η κατάληξη ενός άνισου με όρους αριθμητικής σύγκρισης, αγώνα μεταξύ αναρίθμητων Τούρκων και λιγοστών Ελλήνων και φιλελλήνων υπερασπιστών της ιερής πόλης του Μεσολογγίου.
Η θυσία του Μεσολογγίου που επί 12 ολόκληρους μήνες αντιστάθηκε ηρωικά, προώθησε το ελληνικό ζήτημα, όσο καμιά άλλη ελληνική νίκη: πλημμύρισε τους άλλους Έλληνες και τους Ευρωπαίους με αισθήματα θαυμασμού για τους άνδρες της φρουράς και τον ηρωικό πληθυσμό του Μεσολογγίου. Πραγματικά σπάνια συναντά κανείς στις σελίδες της ιστορίας παραδείγματα παρόμοιας υπεράνθρωπης ψυχικής αντοχής οι φλόγες του Μεσολογγίου και η συνειδητή θυσία των αγωνιστών θέρμαναν τις καρδιές των πολιτισμένων λαών και τους ξεσήκωσαν σε μία αληθινή σταυροφορία για την απελευθέρωση ψυχικής αντοχής.
Οι φλόγες του Μεσολογγίου και η συνειδητή θυσία των αγωνιστών θέρμαναν τις καρδιές των πολιτισμένων και τους ξεσήκωσαν σε μια αληθινή σταυροφορία για την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους.
Ο εθνικός μας ποιητής ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ , εμπνεύστηκε το κορυφαίο έργο της ποίησης του, τους «Ελευθέρους Πολιορκημένους», από τον αγώνα των εγκλωβισμένων στο Μεσολόγγι και την ηρωική τους έξοδο, παρουσιάζοντας τους αγωνιστές να φτάνουν στο επίπεδο της αγιοποίησης μέσα από το διαρκή αγώνα για την ελευθερία και τη διατήρηση της αξιοπρέπειάς τους. Πολύ χαρακτηριστικά αφήνει να διαφανεί ένα ανυπέρβλητο εθνικό και ανθρωπιστικό μήνυμα από τη θυσία των μαρτύρων της Εξόδου: η προσήλωση στο χρέος της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας είναι αυτή που καταξιώνει τον άνθρωπο ως ανώτερη ύπαρξη επιβεβαιώνοντας το ηθικό του βάθος και τη δυνατότητα για την προσέγγιση της αυτοσυνειδησίας.
Σήμερα που οι λέξεις ΕΘΝΟΣ και ΠΑΤΡΙΔΑ τείνουν να μπούν στο περιθώριο καθώς το παγκόσμιο αρχίζει να υπερκαλύπτει το εθνικό, ως Έλληνες οφείλουμε να σκεπτόμαστε το εθνικό και ιστορικό μας χρέος απέναντι στους προγόνους μας, έχοντας ως οδηγό ζωής στην ψυχή μας τους μάρτυρες της Εξόδου του Μεσολογγίου.
Η σημερινή επέτειος όπως και κάθε επέτειος, πρέπει να είναι αφορμή για να βγάλουμε μερικά χρήσιμα συμπεράσματα για το παρόν και το μέλλον της εθνικής μας ιστορίας. Πρέπει να αναζητήσουμε, πόσο μέλλον έχει το παρελθόν μας και πόσο σημαντικό είναι για μας, σήμερα να το αναδείξουμε και να το προστατεύσουμε, όχι ως μουσειακό είδος αλλά ως ζώσα πραγματικότητα, ως πρότυπο προς μίμηση.
Όλες οι μορφές αυτοεπιβεβαίωσης συνδέονται με μία έντονη ανάγκη συνέχειας. Είναι η αναγκαιότητα να ενταχθεί σε μια συνέχεια η οποία βυθίζει τις ρίζες της σ’ένα απόμακρο παρελθόν και μπορεί έτσι καλύτερα να εγγυηθεί πώς έχει και μέλλον. Μέλλον έχει μόνο όποιος κατορθώνει να είναι ελεύθερος μέσα σε ένα κόσμο που επικρατεί το δίκαιο του ισχυρότερου.
Ίσως όλα αυτά να ακούγονται κοινότυπα και να θεωρούνται αυτονόητα. Σε καιρό όμως ειρήνης και ελευθερίας η υπόμνηση των αυτονοήτων εξασφαλίζει το υπέρτατο αυτονόητο αγαθό, την ίδια τη ζωή και τις αξίες της.
Έχοντας κατά νου , το εθνικό και ανθρωπιστικό μήνυμα της Εξόδου, ας το κάνει ο καθένας μας οδηγό για την καθημερινή του ζωή. Η ηθική και εθνική ελευθερία είναι τα προαπαιτούμενα της αξιοπρέπειας που δυστυχώς τόσο λείπει από τις συμπεριφορές της εποχής μας.


Νικόλαος Σπανάκος
Αντιπλοίαρχος Λ.Σ.
Κεντρικού Λιμεναρχείου Πατρών

23 Μαρτίου 2008

MONOΓΡAMMA


Θα πενθώ πάντα -μ' ακούς;- για σένα,
μόνος, στον Παράδεισο

Ι

Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές

Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος

Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός



Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

II

Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ' άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά
Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα «πίστεψέ με» και τα «μη»
Μια στον αέρα, μια στη μουσική

Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας
Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
τους καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά

Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό

Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο

Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.



III

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα



Επειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω

Να μπαίνω σαν Πανσέληνος

Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ' αχανή σεντόνια

Να μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη

Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω

Μέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές

Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Ακουστά σ' έχουν τα κύματα
Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο

Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά

Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά

Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες

Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει

Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει

Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ

Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ

Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:



Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά

Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.



IV

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς

Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς

Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς

Μαχαίρι

Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς

Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς

Είμ' εγώ, μ' ακούς

Σ' αγαπώ, μ'ακούς

Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ

Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς

Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς



Σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς



Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς

Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς

Των ανθρώπων

Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει



Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς

Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς

Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες

Των Αγίων

Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς

Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω

Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς

Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς



Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς

Της αγάπης

Μια για πάντα το κόψαμε

Και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς

Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς

Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας

Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;

Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.



V

Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς

Με σοφές παραμάνες και μ' αντάρτες απόμαχους

Από τι να 'ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού

Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου

Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να 'ρθω

Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο

Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό



Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει

Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι

Στα μέρη τ' αψηλά της Κρήτης τίποτα

Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι



Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ' όλο το γύρο

Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά

Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά

Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου
Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ' άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης

Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη

Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή

Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή

Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει
Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο
Για σένα ούτε η γερόντισσα μ' όλα της τα βοτάνια



Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική

Που διώχνω μέσα μου αλλ' αυτή γυρίζει δυνατότερη

Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ

Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο

Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή

Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση

Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.



VI

Έχω δει πολλά και η γη μέσ' απ' το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
της θάλασσας

Έτσι σ' έχω κοιτάξει που μου αρκεί
Να 'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν' ακολουθεί

Και να παίζει με τ' άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!

Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί

Πριν από την αγάπη και μαζί

Για τη ρολογιά και για το γκιούλ μπρισίμι

Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο

Μόνος, και ας είμ' εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο

Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ' ολοστρόγγυλο

Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς
τον Παράδεισο!



VII

Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα

Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.


Ο.ΕΛΥΤΗΣ

19 Μαρτίου 2008

ΟΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ


Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα
Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
στήνει στην γη καράβι κήπο στα νερά
κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται
μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα
Κάνει να πάρει πέτρα την επαρατά
κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα
μπαίνει σ' ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύρρανους
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα

Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης

KΩΝ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

Ένας από τους σπουδαιότερους νεοέλληνες ποιητές. Είναι αρκετά δύσκολος ποιητής της νέας ελληνικής ποίησης. Καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, γεννήθηκε και έζησε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Είναι οπαδός της αλεξανδρινής σχολής και πρωτοπόρος της μοντέρνας ποίησης με ελεύθερο και «ακατάστατο» στίχο, μακριά από την ποιητική παράδοση. Τα ποιήματά του είναι στοχαστικά, ιστορικά, ηδονιστικά και συμβολικά.

Το έργο του και η ζωή του απασχόλησαν πλήθος μελετητών της λογοτεχνίας μας και, παρά τον όγκο και το μεγάλο αριθμό βιβλίων και περιοδικών, τα οποία τυπώθηκαν γύρω από το όνομά του, εξακολουθεί και σήμερα να υπάρχει «πρόβλημα Καβάφη», δηλαδή να θεωρείται ότι το έργο του έχει ακόμα πολλές πλευρές για μελέτη και διευκρίνιση.

Η ζωή του

Η ζωή του Καβάφη ούτε πολυδαίδαλη ούτε πολυτάραχη ήταν. Μοιάζει τη ζωή ενός έντιμου χρηματομεσίτη, ο οποίος σαν έκανε ένα κομπόδεμα που του επέτρεπε να ζει χωρίς να δουλεύει, τραβήχτηκε στο ήσυχο σπιτάκι του και εκεί περνούσε τις ημέρες του.

Γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1863 στην Αλεξάνδρεια, την πόλη της Αιγύπτου με την πλούσια ελληνική ιστορική μνήμη. Οι γονείς του, ο πατέρας του Πέτρος και η μητέρα του Χαρίκλεια, το γένος Φωτιάδη, ήταν μέλη αρχαίας ελληνικής οικογένειας Κωνσταντινουπολιτών που είχε μεταναστεύσει στην Αλεξάνδρεια από το 1840. Ο πατέρας του ήταν έμπορος και μάλιστα με ανθηρά οικονομικά.

Από νήπιο ακόμα τον έστειλαν στην Αγγλία και για το λόγο αυτό τα Αγγλικά ήταν η πρώτη του γλώσσα. Στο μεταξύ πέθανε ο πατέρας του και δέκα χρονών γύρισε στην Αλεξάνδρεια και παρακολουθούσε μαθήματα σ’ ένα λύκειο, ενώ ταυτόχρονα μελετούσε συστηματικά λογοτεχνία και ιστορία. Τότε άρχισε να μαθαίνει τα ελληνικά φοιτώντας σ’ ένα ελληνικό εκπαιδευτήριο. Τα ελληνικά ποτέ δεν τα έμαθε στην εντέλεια. Όσοι τον γνώρισαν από κοντά εύρισκαν στην ομιλία του μια ελαφριά οξφορδιανή προφορά.

Για πολύ λίγο διάστημα αποχωρίστηκε την αγαπημένη του Αλεξάνδρεια. Στο Λονδίνο και στο Λίβερπουλ έζησε από το 1877 έως το 1879, όπου μελέτησε πολύ την αγγλική λογοτεχνία, και από το 1882 έως το 1884 έζησε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμενε η οικογένεια του παππού του. Το 1897 ταξίδεψε για λίγο στο Παρίσι, όπου μάλιστα δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα. Στην Ελλάδα ήρθε μόνο δύο φορές και για λίγο διάστημα. Το 1903 και το 1932. Το 1932 υποβλήθηκε σε εγχείρηση του φάρυγγα, γιατί έπασχε από καρκίνο. Πέθανε το 1933 στην Αλεξάνδρεια.

Το έργο του

Ο Καβάφης ήταν μια παράξενη φύση ανθρώπου. Μια παραξενιά και ιδιοτυπία που καθρεφτίζεται και στη ζωή και στο έργο του. Έγραψε μόνο ποιήματα μα και αυτά δεν τα τύπωσε σε συλλογές και ούτε τα κυκλοφόρησε κατά το γνωστό τρόπο. Όσο ζούσε, έγραφε τα ποιήματά του σε φύλλα χαρτιού και μερικές φορές τύπωνε ένα ή περισσότερα αντίγραφα και τα χάριζε στους φίλους και θαυμαστές του. Μερικές φορές τα ποιήματα που με αυτόν τον τρόπο κυκλοφορούσε, τα αχρήστευε, γιατί τα ξανάγραφε και τα διόρθωνε. Έτσι τα ποιήματα κυκλοφορούσαν σε λίγους ανθρώπους.

Έγραψε πολλά ποιήματα που είχαν θέματα παρμένα από την αρχαία και βυζαντινή ιστορία και από την Αλεξάνδρεια, την πόλη που αγαπούσε πολύ. Στη νεανική του ηλικία μας έδωσε ποιήματα που δείχνουν ένα μέτριο ποιητή, αντίθετα μ’ εκείνα που έγραψε όταν ήταν σε προχωρημένη ηλικία και που δείχνουν την πολυμάθεια και τη συνέπεια του ποιητή.

Τα έργα του δυσκολονόητα και βαθιά σε νοήματα έχουν μια πρωτοτυπία στη γλώσσα, στο μέτρο και στο περιεχόμενο. Η γλώσσα του είναι δημοτική και καθαρεύουσα ανάμεικτη με ιδιωματισμούς. Αναγνωρίζουμε απ’ αυτά έναν ποιητή γεμάτο ευγένεια σκέψης και ψυχής που τη μεταδίδει στα ποιήματά του τα πλούσια σε λυρισμό και πάθος. Μια ομάδα ποιημάτων, τα διδακτικά, είναι βαθύτατα φρονιματιστικά («Θερμοπύλες», «Ιθάκη», «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» κ.ά.).

Το ποιητικό έργο του Καβάφη είναι περιορισμένο σε έκταση. Τύπωσε μόνο δύο ποιητικές συλλογές με τον τίτλο «Ποιήματα». Θεωρείται σήμερα και στην Ελλάδα και διεθνώς μεγάλος ποιητής. Τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σ’ όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες.

ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ

Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωήν των

όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες,

ποτέ από το χρέος μη κινούντες.

Δίκαιοι κι ίσοι σ’ όλες των τες πράξεις,

αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία

γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι κι όταν

είναι φτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,

πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε,

πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,

πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Και περισσότερη τιμή τους πρέπει,

όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)

πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,

κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε.

ΙΘΑΚΗ

Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη

να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος,

γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,

τέτοια στο δρόμο σου ποτέ σου δε θα βρεις,

αν μέν’ η σκέψη σου υψηλή, αν εκλεκτή

συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον άγριον Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,

αν δεν τους κουβαλείς μεσ’ την ψυχή σου,

αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος.

Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι

που με τι ευχαρίστηση με τι χαρά

θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοιδομένους

να σταματήσεις σ’ εμπόρεια φοινικικά

και τες καλές πραμάτιες ν’ αποκτήσεις

σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους,

και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,

όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά.

Σε πόλεις αιγυπτιακές πολλές να πας,

να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα το νου σου να ‘χεις στην Ιθάκη.

Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.

Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι σου διόλου.

Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει

και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,

πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,

μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώκει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε το ωραίο ταξίδι.

Χωρίς αυτήν δεν θα ‘βγαινες στον δρόμο.

Αλλά δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν φτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.

Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,

ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΚΑΛΙ

Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν

μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης.

«Τώρα δυο χρόνια επέρασαν που γράφω

κι ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.

Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.

Αλλοίμονον, είν’ υψηλή, το βλέπω

πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα.

κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι

ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος».

Είπ’ ο Θεόκριτος. «Αυτά τα λόγια

ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.

Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει

να ‘σαι υπερήφανος κι ευτυχισμένος.

Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι.

τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.

Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο

πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.

Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο

πρέπει με το δικαίωμά σου να ‘σαι

πολίτης εις των ιδεών την πόλη.

Και δύσκολο στην πόλη εκείνην είναι

και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.

Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας

που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.

Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι.

τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».

ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου

όπως την θέλεις,

τούτο προσπάθησε τουλάχιστον

όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις

μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,

μες στις πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,

γυρίζοντας συχνά κι εκθέτοντάς την

στων σχέσεων και των συναναστροφών

την καθημερινήν ανοησία,

ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική