24 Νοεμβρίου 2010

Ο λύκος και η νεράιδα

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ. σε μια λίμνη σκαρφαλωμένη στα βουνά, έφτασε ένας λύκος οδηγημένος από την πείνα και τους περίεργους θορύβους που άκουγε. Αν και λύκος ήταν μοναχικός. Του άρεσε  από καιρό σε καιρό να εγκαταλείπει την αγέλη του και να γυρίζει στα βουνά μονάχος , να ανακαλύπτει ομορφιές και να γνωρίζει νέους τόπους.Είχε ξαστεριά εκείνο το βράδυ και το φεγγάρι ολόγιομο, καθρεφτιζόταν στα νερά της λίμνης, φωτίζοντας και την γύρω της περιοχή.

Τα αστέρια, χλωμά μπροστά στην λάμψη του φεγγαριού, αντανακλούσαν το φως τους σαν παιχνίδισμα στην επιφάνεια του νερού και το έσπαζαν σε χιλιάδες κομμάτια, όπου υπήρχε κίνηση. Στην αρχή ο λύκος νόμιζε πως το παιχνίδισμα ήταν που του τράβηξε την προσοχή, κοιτώντας όμως καλύτερα, διέκρινε μικρές σκιές ανάμεσα στις καλαμιές, ενώ στα αυτιά του έφτασε ο ήχος από πνιχτά γέλια.Περίεργος και επιφυλακτικός πλησίασε προσεκτικά για να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Και τότε τις είδε. Νεαρές νεράιδες του γλυκού νερού με ξέπλεκα τα μακριά τους μαλλιά, μαζεμένες σε κύκλο και με τα χέρια πλεγμένα, χόρευαν και τραγουδούσαν. Ήταν ντυμένες με φύλλα και πέταλα λουλουδιών και δέντρων κι έτσι όπως στροβιλιζόταν, θύμιζαν πολύχρωμο μπουκέτο, που ο αέρας έφερνε στην ευαίσθητη μύτη του, το γλυκό και μεθυστικό άρωμά τους. Έμεινε ακίνητος, μαγεμένος από το θέαμα και περίεργος να δει τι θα γίνει στην συνέχεια.


Οι νεραϊδούλες λύνοντας τον κύκλο, άφησαν άτακτα τα λουλουδένια φορέματά τους στις καλαμιές και η μία μετά την άλλη βούτηξαν στα κρύα νερά της λίμνης. Έμεινε να τις κοιτάζει καθώς ξεμάκραιναν, με τα ξανθά, κόκκινα και καστανά μαλλιά τους να επιπλέουν γύρω τους σαν φύκια, ενώ το σεληνόφως ασήμιζε τα φτερά τους. Αυτές κολυμπούσαν βιαστικά, κυνηγώντας η καθεμία , το αντικαθρέφτισμα από ένα διαφορετικό αστέρι και φτάνοντας στο κέντρο του, εξαφανιζόταν από την επιφάνεια του νερού.
 Τότε άκουσε το κλάμα. Γύρισε ξαφνιασμένος ψάχνοντας την πηγή του. Στην όχθη της λίμνης, δίπλα στο σωρό με τα λουλουδένια φορέματα, ήταν μια νεράιδα, που έκλαιγε με λυγμούς . Την παρατήρησε και πρόσεξε πως ήταν διαφορετική από τις άλλες. Ήταν ψηλή και μεγαλύτερη στην ηλικία από τις υπόλοιπες, τα μαλλιά της ήταν μαύρα σαν την νύχτα, τα φτερά της ήταν μικρά και το φόρεμά της ήταν φτιαγμένο από τσουκνιδόφυλλα.

Προσπαθώντας να μην την τρομάξει , πλησίασε αργά και σταθερά προς το μέρος της. Η νεράιδα νιώθοντας την παρουσία του, σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε ίσια στα μάτια χωρίς ίχνος φόβου. Κοιτάζοντας τα μαύρα μάτια της , που έλαμπαν ακόμα από τα δάκρυα, την ρώτησε με απαλή φωνή τι της συμβαίνει και γιατί δεν ακολούθησε τις υπόλοιπες.
 Αυτή προχώρησε και κάθισε στην άκρη της λίμνης βουτώντας τα ξυπόλυτα πόδια της στο νερό. Χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει τον κάλεσε να κάτσει δίπλα της. Κοιτώντας προς το φεγγάρι άρχισε να διηγείται με φωνή μονότονη και κουρασμένη πως έχασε το δικαίωμα , που έχουν όλες οι νεράιδες του γλυκού νερού, να ανανεώνεται κάθε πανσέληνο και να μένει άφθαρτη, γιατί επέτρεψε σ’ έναν άνθρωπο να την δει γυμνή, χωρίς να του πάρει ούτε την μιλιά, ούτε την καρδιά , όπως ήταν γραμμένο στους κανόνες των ξωτικών, εδώ και αιώνες.
Ο λύκος την κοίταξε δείχνοντας τα δόντια του, που έλαμψαν και της είπε πως όλες οι αγέλες θέλουν υποτακτικούς και πάντα τους απειλούν με τον χαμένο παράδεισο. «Θέλει δύναμη και παρρησία για να μην συμφωνείς με αυτό που λέει ο αρχηγός, όποιος κι αν είναι αυτός, και να προχωρήσεις μόνος σου. Έχεις τσαγανό, μικρή μου κι αυτό πρέπει οι άλλοι να μάθουν να το υπολογίζουν και να το φοβούνται. Κι όσοι δεν το φοβούνται να το σέβονται».
 Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια για μια ατελείωτη στιγμή και βάλανε τα γέλια. Γελούσαν για ώρα πολύ κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Ενώ το πρώτο φως της αυγής έβαφε τον ουρανό, ο λύκος την ρώτησε για το περίεργο φόρεμά της. Η νεράιδα του είπε πως το φως του ήλιου θα κάψει τα φτερά της κι ότι δεν μπορεί να μείνει άλλο. Του ζήτησε να έρθει το επόμενο βράδυ για να του πει την υπόλοιπη ιστορία κι ανοίγοντας τα φτερά της, πέταξε γρήγορα μακριά.
Η μέρα πέρασε αργά και για τους δύο. Η ελπίδα πως θα νικήσουν την μοναξιά φώλιασε στην καρδιά τους και περίμεναν με αδημονία να δύσει ο ήλιος για να βρεθούν ξανά. Μόλις σουρούπωσε ο λύκος κίνησε για την λίμνη. Πήγαινε αργά προσπαθώντας να μην δείξει την ανυπομονησία του. Η καχύποπτη φύση του τον έκανε να σκέφτεται πως η νεράιδα παίζει κάποιο παιχνίδι και προσπαθούσε να σκεφτεί πως θα αμυνθεί αν τελικά είναι κάποιο κόλπο.
Την βρήκε να κάθεται στο ίδιο σημείο, που είχαν αποχαιρετιστεί το πρωί. Του χαμογέλασε και τα μάτια της έλαμψαν στο σκοτάδι. Τον χάιδεψε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της προσπαθώντας να κλέψει λίγη από την ζεστασιά του. Ο λύκος έμεινε ακίνητος . Γύρισε το κεφάλι και την δάγκωσε απαλά ζητώντας της να συνεχίσει την ιστορία.
Του είπε πως οι νεράιδες φτιάχνουν φορέματα με τα λουλούδια και τα φυτά, που ανθίζουν μέσα τους. Ο άνθρωπος , που επέτρεψε να την δει γυμνή, της ζήτησε ένα δώρο. Κι αυτή μην έχοντας τίποτα άλλο να του δώσει, έβγαλε το φόρεμα με τα ροδοπέταλα που φορούσε και του το έδωσε. Αυτός ,ενώ πρόθυμα το δέχτηκε, έφυγε και δεν γύρισε πίσω ποτέ πια. Κι αυτή, το μόνο που βρήκε ψάχνοντας στην καρδιά της για να καλύψει την γύμνια της , ήταν τα τσουκνιδόφυλλα. Αυτό το νέο φόρεμα δεν μπόρεσε να το βγάλει από πάνω της ,όσο κι αν την πονούσε, γιατί είχε κολλήσει στο δέρμα της και ο κήπος της καρδιάς της σταμάτησε να ανθίζει.Ο λύκος έμεινε σιωπηλός για λίγο. Της είπε πως θα την βοηθήσει να βγάλει το φόρεμα με τις τσουκνίδες κι άρχισε να τραβάει με τα δόντια του ένα-ένα τα κολλημένα φύλλα. Η γλώσσα του γέμισε φουσκάλες, που τον έτσουζαν και τον πονούσαν, αλλά αυτός συνέχισε να τραβάει αποκαλύπτοντας σταδιακά το γυμνό κορμί της. Η νεράιδα δεν διαμαρτυρήθηκε, όταν ένιωσε τα δόντια του στην σάρκα της. Ήξερε πως το έκανε για το καλό της. Αλλά δεν παρέλειψε να του χτυπήσει ανάλαφρα την μουσούδα, ώστε να είναι σίγουρη πως δεν θα ξεχαστεί.
Το ίδιο συνεχίστηκε πολλά βράδια.


Κι όσο το κορμί της νεράιδας απελευθερωνόταν από τα πράσινα δεσμά του, τόσο περισσότερο ο λύκος έμενε σιωπηλός. Σταμάτησε να του χτυπάει την μουσούδα και να παίζει μαζί του. Κοιτούσε την εικόνα της στον καθρέφτισμα της λίμνης και μετά στα μάτια του λύκου. Χαμήλωνε αμέσως το βλέμμα κι άρχιζε να του λέει ιστορίες, χωρίς να είναι βέβαιη πια αν την ακούει και μην τολμώντας να τον διακόψει.
Ένα ανοιξιάτικο βράδυ, τα τσουκνιδόφυλλα τελείωσαν όλα. Η νεράιδα, γυμνή, αλλά χαρούμενη, κοίταξε τον λύκο, τον αγκάλιασε και του είπε να ζητήσει ό,τι θέλει για αμοιβή κι αυτή θα του το έδινε χωρίς σκέψη. Αυτός κοιτώντας την με μάτια αγριεμένα απάντησε πως δεν θέλει τίποτα από αυτήν. Κι ότι ήρθε η ώρα να αποχαιρετιστούνε. Αυτή συγκρατώντας τα δάκριά της του ζήτησε να έρθει για ακόμα ένα βράδυ. «Θέλω να δεις το νέο μου φόρεμα» του είπε «και να με δεις επιτέλους να χορεύω». 
 Την άλλη μέρα είχε πανσέληνο, όπως τότε που πρωτογνωριστήκαν. Ο λύκος πήγε στο γνωστό μέρος, αλλά δεν την είδε. Παραξενεμένος κοίταξε γύρω του ψάχνοντας τα ίχνη της. Κοιτώντας προς τις καλαμιές, την είδε. Φορώντας ένα κατακόκκινο φόρεμα, φτιαγμένο από χιλιάδες πέταλα παπαρούνων, τον περίμενε κοιτώντας τον μετά από καιρό κατάματα.
Άρχισε να χορεύει κι ενώ στροβιλιζόταν γύρω τόσο γρήγορα, που φάνταζε σαν τρεμάμενη φλόγα, την άκουσε για πρώτη φορά να τραγουδάει. Μαγεμένος κάθισε για να παρακολουθήσει αυτήν την παράσταση την ειδικά αφιερωμένη σε εκείνον. Κι ενώ ένα χαμόγελο έσκασε μετά από καιρό στα χείλη του, ένιωσε να πέφτει επάνω του ένα υγρό φύλλο.Την είδε να βγάζει από πάνω της τα κόκκινα πέταλα και να τα πετάει προς το μέρος του χωρίς να σταματάει να χορεύει και να τραγουδάει.

«Για σένα αγάπη μου, κι ας μην τα ζήτησες ποτέ.Για σένα αγάπη μου, κι ας μην κρατήσεις ούτε ένα.Για σένα αγάπη μου, κι ας με ξεχάσεις αύριο ».
Κι όσο ο σωρός μεγάλωνε κι το σώμα της γυμνωνόταν, άρχισε να βλέπει πως από κάτω είχε άλλα φύλλα, κατακόκκινα κι αυτά. Του πήρε λίγη ώρα να συνειδητοποιήσει πως ήταν τσουκνιδόφυλλα , ποτισμένα στο αίμα.
Ο λύκος δίστασε για μια στιγμή. Και μετά πήδηξε επάνω της να την σταματήσει. Την έριξε κάτω, πάνω στον κόκκινο σωρό και προσπάθησε να την ακινητοποιήσει με τα πόδια και τα δόντια του. Κι ενώ ο ήλιος έστελνε τις πρώτες ακτίνες του στη γη , έμεινε λαχανιασμένος να την κοιτάει.
Τα φτερά της νεράιδας κάηκαν στην στιγμή αφήνοντας στο έδαφος ένα σημάδι σαν πρωινή πάχνη. Οι πληγές στο κορμί της έκλεισαν. Κι ενώ οι ματιές τους αντάμωναν ξανά , το σώμα της τυλίχτηκε με άσπρα ροδοπέταλα. Τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του και ένιωσε την ανάσα του να της χαϊδεύει το πρόσωπο, πριν ακουμπήσει το κεφάλι του στον μυρωμένο της λαιμό.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Κάποιοι παρατηρητές παρακολουθώντας έναν μοναχικό λύκο, οδηγήθηκαν σε μια απομονωνόμενη λίμνη. Τον είδαν να πηγαίνει στις καλαμιές και τον ακολούθησαν. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα στρώμα από παπαρούνες κι έτσι όπως γύρισε να τους κοιτάξει, είδαν πως στο στέρνο του είχε ένα περίεργο άσπρο σημάδι, που θύμιζε τριαντάφυλλο.

Πολλοί από εσας θα αναρωτιέστε αν υπάρχουν νεράιδες.Ναί, οι νεράιδες υπάρχουν!
Και  υπάρχουν παντού: στα σπίτια , στους κήπους, στα λιβάδια,..Οι νεράιδες αγαπάνε τα δέντρα,τα λουλούδια και τα δάση όπου και κρύβονται.
Με λίγη τύχη, μπορεί να δείτε φευγαλέα μια νεράιδα να χορεύει όταν έχει πανσέληνο ή την παραμονή του θερινού ηλιοστασίου. 

Ως γνωστόν οι νεράιδες αποκαλύπτονται μόνο σε όσους πιστεύουν πραγματικά σ' αυτές.
Έτσι, αν θέλετε πραγματικά να τις δείτε, θα πρέπει πρώτα να πιστέψετε ότι υπάρχουν.

21 Σεπτεμβρίου 2010

Μετόπωρον


"Σ΄αυτή χαρίζω τούτο το Σεπτέμβρη,
σ΄αυτή που το φθινόπωρο λατρεύει,
                               που χαίρεται τα δέντρα δίχως φύλλα
                               και τη φωτιά στο τζάκι να θεριεύει.
                               Σ΄αυτή και τον Οκτώβρη αφιερώνω
                               κι ολάκερο της ζήσης μου το χρόνο
                               Στα χέρια της που είναι κομπολόι
                             πότε γλυκόπιοτο κρασί και πότε μοιρολόι.
                            Φεύγοντας μου άφησε μονάχα τ΄άρωμά της
                            Το σπίτι που στους τοίχους του χορεύει η σκιά της.
  
                                       Στα όνειρά μου μπλέκονται
                                        τα λαμπερά μαλλιά της

Φθινοπωρινό Ημερολόγιο- Λ. Μακνέις 

 

Φθινοπωρινές εικόνες σε συνδυασμό με όμορφους στίχους
από κάποιο Φθινοπωρινό ημερολόγιο.
Όταν η φύση έχει έμπνευση..εμείς δεν έχουμε παρά να κάνουμε υπόκλιση στο έργο της!..
Σε αυτό το έργο που ενέπνευσε τόσους ποιητές,ζωγράφους,συγγραφείς..

Μα κι εγώ το περιμένω πάντα με λαχτάρα το Φθινόπωρο..όχι μόνο για τα απίστευτα χρώματα που απλώνονται γύρω μου λες και κάποιος μάγεψε τη φύση ..(λατρεύω τα χρώματα του Φθινοπώρου) μα και για τα ρόδια του.. ναι,ναι, τα ρόδια!..βλέπετε, αγαπημένο μου δέντρο η Ροδιά, αγαπημένοι και οι καρποί της..Φθινοπωρινοί!


Υ.Γ. Kαι αν,λέω αν, τυχόν και περάσεις από δω εσύ, που μαζί μαζέψαμε μια μεγάαλη σακούλα ρόδια πριν κάτι ώρες..εεε..νομίζω,πως ξέχασες να μου δώσεις το μερίδιό μου..ευτυχώς που είμαι ανυπόμονη και πρόλαβα και άνοιξα ένα κάτω από την Ροδιά!
Αυτό λέγεται απληστία!..μα ούτε ένα?..
θέλω τα ρόδια μου!! :))

26 Ιουλίου 2010

Μαγική ισορροπία

Ξένος πάντα ο άνθρωπος για τον εαυτό του, ώσπου να συνειδητοποιήσει ότι αυτός ο ίδιος είναι η μοναδική πηγή αλήθειας του εσώτερου ήλιου, του εσώτερου συμπαντικού είναι, φώτιση διαχρονική των όντων που το εκπροσωπούν, θαυμάζοντάς το στο αείροο, τελετουργώντας διηνεκώς στη μαγεία που εξασκεί υπέρ και κατά του ίδιου του του γίγνεσθαι.
                                  
Μαγική ισορροπία επιτυγχάνεται, όταν βεβαιώνεται ο άνθρωπος ότι από πουθενά αλλού, εκτός από τη μοναδική πηγή, την πηγή του εαυτού του, του ίδιου του του γίγνεσθαι, δεν εξέρχεται το φως, το οποίο σαν σιντριβάνι ανεβαίνει από τα μύχια του είναι του, και τον λούζει αναγεννώντας τον.

Κακαλίδης Δημήτρης

30 Ιουνίου 2010

Περπατώ, περπατώ εις το δάσος...

Περπατώ... Περπατώ... Μόνη στο δάσος.
Κι ο λύκος ακολουθεί τα βήματά μου.
Όταν κάθομαι να ξεκουραστώ, έρχεται κοντά κι ακουμπά
το κεφάλι του στα γόνατά μου.
Τότε τα βλέμματά μας σμίγουν, σ' ένα αντιφέγγισμα μοναξιάς.
Τότε εγώ κι ο λύκος νιώθουμε πως κάτι έχουμε κερδίσει.
Δεν ξέρουμε τι ακριβώς. Κι ούτε μας αρέσουν τόσο οι αναλύσεις.
Κάτι... Σαν μάχη. Κάτι... Σαν κρυμμένο θησαυρό.
 
 Περπατώ... Περπατώ... Μόνη στο δάσος.
Κι ο λύκος ακολουθεί πιστά τα βήματά μου.

Ποιός είπε πως φοβήθηκα ποτέ το λύκο;
Εγώ τον κυνηγό φοβάμαι.
Από κείνον τρέχω να σωθώ.
                                                                    "Αλκυόνη Παπαδάκη"

Εγώ τον κυνηγό φοβάμαι.
Από κείνον τρέχω να σωθώ...απο κείνον...τον λύκο μου να σώσω....

14 Ιουνίου 2010

......

Κι αν μας χωρίζουν οι πατρίδες
γνωρίζουμε πως τα δάκρυά μας
αναβλύζουν απ᾿ την ιδια ψυχή.
Σ τη  νύχτα.
Στις όχθες των φθαρμένων ημερολογίων που κρατούσα πάντα
μέσα στα χέρια μου, το φώς ήταν λιγοστό.

Γι᾿ αυτὸ εύκολα μπέρδεψα την ταπείνωση με άλλα ευγενικὰ αισθήματα.

Τίποτα δεν αντιλήφθηκα πριν την μεταλλαγή.

Δυσκολίες στην κατάποση ήταν σημάδια, αλλὰ τ᾿ αγνόησα.

Ώσπου ενα σαρκοφάγο ένστικτό μου, απάγγειλε την κατηγορία.
Το μεγάλο μου έγκλημα.. Η συνενοχή.

Θεέ μου σκέφτηκα, πως να σωθεί κανεὶς και απ᾿ τον εαυτό του 
και έψαχνα μια γωνιὰ να κρυφτώ και πολλὲς 
φορὲς τα κατάφερα,και τις περισσότερες ήτανε μέρα.
Γιατὶ η νύχτα κλείνει μια απέραντη σιωπὴ
(σαν τα τεράστια μάτια του Χριστού στον θόλο της εκκλησίας,
που με συνέπαιρναν παιδί)
και τίποτε απ᾿ αυτην δεν μπορεί να κρατηθεί μυστικό
 Ανελέητη, φτάνει ώς της ψυχής το μεδούλι·
γι᾿ αυτὸ αγαπώ την νύκτα, γιατί σ᾿ εξιλεώνει
- ποιον δεν καθαγίασε ο πόνος !

Και ακόμη και ο δήμιος θα με λυπηθεί αν δει τις στάχτες μου την νύκτα.

Εξουθενωμένη (πάντα η ανάσταση περνά απ᾿ τὴν άβυσσο)
αλλὰ άμωμη, βρίσκω ξανὰ τον προορισμό.

Κάποτε σ᾿ έρημους δρόμους τα χειμωνιάτικα βράδια
στέκει παράμερα ένας παρείσακτος (είμαι εγώ)
κι όλα του φαίνονται ακατανόητα, προετοιμασμένα  
 για την λησμονιά.
Και μόνο οι ποιητὲς που κράτησαν την βαθύτερη μνήμη,
της ψυχής, ακέραιη, διέσωσαν τον γυρισμό.
Και ανέσυραν με τους ρυθμοὺς της νύκτας
τις εικόνες τις πιο αληθινές.

30 Μαΐου 2010

Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ..



Λές και ήταν,χθές..και σήμερα θα μπορούσα να πώ εγώ..και για πολύ καιρό ακόμη..μα πριν με παρασύρει για άλλη μια φορά η σκέψη μου και αρχίσω να γράφω τα.."μελλούμενα", ας μιλήσουμε γα θρύλους γύρω απο την Άλωση, μιας και με αυτη τη σκέψη ξεκίνησα τούτη την ανάρτηση.

Παραδοσιακοί και θαυμαστοί θρύλοι, αναπτύχθηκαν γύρω από την άλωση της Πόλης, για να θρέψουν τις ελπίδες και το θάρρος του εθνους επί αιώνες. "ΠΑλι με ΧρΟνουΣ και καιροΥΣ"
θα ξεκινήσω με τον θρύλο του "Μαρμαρωμένου Βασιλιά" , τον πρωτοάκουσα απο την γιαγιά μου (ήρθε κοριτσάκι απο εκείνα τα μέρη οπότε μπορείτε να φανταστείτε τον τρόπο που μας έλεγε τα παραμύθια της) κι εγω πάντα έλεγα: θα ξαναπάρει όμως τη Πόλη ο βασιλιάς, ε γιαγιά?..εκείνη δάκρυζε, και έλεγε: -ναιαί,θα την ξαναπάρει..

Ο θρύλος λοιπόν λέει, ότι τη στιγμή που ο βασιλιάς περικυκλώθηκε από τους Τούρκους, ένας άγγελος του Κυρίου τον άρπαξε και τον έκρυψε σε μια σπηλιά, αφού πρώτα τον μαρμάρωσε. Στη σπηλιά αυτή περιμένει για αιώνες ο "Μαρμαρωμένος Βασιλιάς" να ξαναέρθει την κατάλληλη στιγμή, "το πλήρωμα του χρόνου", και ο άγγελος Κυρίου θα του ξαναδώσει τη ζωή και το σπαθί του για να διώξει του Τούρκους από την Κωνσταντινούπολη και να τους κυνηγήσει μέχρι την Κόκκινη Μηλιά και στη μάχη που θα γίνει οι Τούρκοι θα νικηθούν και "θα κολυμπήσει το μοσχάρι στο αίμα τους", Ο θρύλος προσθέτει, ακόμα, ότι οι Τούρκοι ψάχνουν συνεχώς να ανακαλύψουν τη σπηλιά, όπου βρίσκεται ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς για να χτίσουν την είσοδο της, ώστε να μην μπορεί να ξαναβγεί από εκεί. Όμως, οι προσπάθειες τους είναι συνεχώς άκαρπες, αφού ο άγγελος προστατεύει τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά και περιμένει την εντολή του θεού για να τον ξυπνήσει.

Ένας άλλος θρύλος μας λέει ότι όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, ένα πουλί ανέλαβε να πάει ένα γραπτό μήνυμα στην Τραπεζούντα στην Χριστιανική Αυτοκρατορία του Ποντου για την Άλωση της Πόλης. Μόλις έφτασε εκεί πήγε κατευθείαν στη Μητρόπολη που λειτουργούσε ο Πατριάρχης και άφησε το χαρτί με το μήνυμα πάνω στην Άγια Τράπεζα. Κανείς δεν τολμούσε να πάει να διαβάσει το μήνυμα. Τότε πήγε ένα παλλικάρι, γιός μιας χήρας, και διάβασε το άσχημο μαντάτο "Πάρθεν η Πόλη, Πάρθεν η Ρωμανία". Το εκκλησίασμα και ο Πατριάρχης άρχισαν τον θρήνο, αλλά ο νέος τους απάντησε "Κι αν η Πόλη έπεσε, κι αν πάρθεν η Ρωμανία, πάλι με χρόνους και καιρούς, πάλι δικά μας θα' ναι". Πάρθεν η Ρωμανία Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια, επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον. Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον, εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον, Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει. Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν. "Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!" Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται, -Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι -Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν. -Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο. (Δημοτικό τραγούδι του Πόντου).

"ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΚΥΛΑΕΙ".
Οι περισσότεροι τοπικοί θρύλοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης μοιάζουν σε ένα σημείο: όλοι δείχνουν ότι ο χρόνος σταμάτησε με την κατάληψη της ιερής πόλης της Ορθοδοξίας από τους άπιστους Τούρκους και ότι η τάξη στον κόσμο θα επανέλθει με την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας από τους Έλληνες. Έτσι, και στην Ήπειρο υπάρχει μιααντίστοιχη λαϊκή δοξασία. Συγκεκριμένα, ένα πουλί φέρνει την αναγγελία της πτώσης της Πόλης σε μια ομάδα βοσκών που εκείνη τη στιγμή ποτίζουν τα κοπάδια τους σε ένα ποτάμι, Ο θρύλος λέει ότι στο άκουσμα της φοβερής είδησης τα νερά του ποταμίου σταμάτησαν να κυλάνε, αφού και το φυσικό στοιχείο θεώρησε ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν κάτι το ανήκουστο. Το ποτάμι θα συνεχίσει και πάλι να κυλάει, μόλις απελευθερωθεί η Πόλη, συνεχίζει ο λαϊκός θρύλος...

ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΟΥ".
Κάποιος καλόγερος είχε ψαρέψει σε ένα ποτάμι ψάρια και τα τηγάνιζε κοντά στην όχθη του ποταμού. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε από ένα πουλί το μήνυμα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους. Ο καλόγερος σάστισε και αμέσως τα μισοτηγανισμένα ψάρια πήδησαν από το τηγάνι και ξαναβρέθηκαν στο ποτάμι. Εκεί ζουν αιώνια μέχρι τη στιγμή της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, οπότε και θα ξαναβγούν για να συνεχιστεί το τηγάνισμά τους.

Ψάχνοντας βρήκα και μερικους ακόμη που δεν γνώριζα..

"Ο Πύργος της Βασιλοπούλας".
Στα κάστρα του Διδυμότειχου ένας κυκλικός πύργος, ο ψηλότερος ονομάζεται "πύργος της βασιλοπούλας". Η παράδοση λέει πως κάποτε ο βασιλιάς διασκέδαζε κυνηγώντας και στη θέση του άφησε την κόρη του. Όταν τον ειδοποίησαν ότι έρχονται οι Τούρκοι είχε τόση εμπιστοσύνη στην οχυρότητα του κάστρου ώστε είπε: "αν σηκωθεί από τη χύτρα ο κόκορας και λαλήσει, θα πιστέψω ότι κυριεύτηκε η πόλη.". Οι Τούρκοι όμως χρησιμοποίησαν δόλο και έδειξαν το χρυσοκέντητο μαντήλι του βασιλιά στην κόρη του. Αυτή μόλις το είδε, τους παρέδωσε το κλειδί του κάστρου κι έγινε αιτία της άλωσης. Όταν κατάλαβε πως την ξεγέλασαν, δεν άντεξε την ντροπή και αυτοκτόνησε πέφτοντας από τον πύργο. Από τότε ο πύργος λέγεται της βασιλοπούλας.

"0I ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ". Έναν από τους πύργους των τειχών της Πόλης τον υπεράσπιζαν τρία αδέρφια, άρχοντες Κρητικοί που πολεμούσαν με το μέρος των Βενετών (η Κρήτη τότε ήταν κάτω από την κυριαρχία των Βενετών). Μετά την πτώση της πόλης τα τρία αδέρφια και οι άντρες τους εξακολουθούσαν να πολεμούν και παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες τους οι Τούρκοι δεν είχαν κατορθώσει να καταλάβουν τον πύργο. Για το περιστατικό αυτό ενημερώθηκε ο Σουλτάνος και εντυπωσιάστηκε από την παλικαριά τους. Αποφάσισε, λοιπόν, να τους επιτρέψει να φύγουν με ασφάλεια από τον πύργο και να πάρουν ένα καράβι με τους άντρες τους και να γυρίσουν στην Κρήτη. Πραγματικά η πρόταση του έγινε δεκτή με τη σκέψη ότι έπρεπε να μείνουν ζωντανοί για να πολεμήσουν να ξαναπάρουν τη Βασιλεύουσα πίσω από τους απίστους. Έτσι οι Κρητικοί επιβιβάστηκαν στο πλοίο τους και ξεκίνησαν για το νησί τους. Το πλοίο δεν έφτασε ποτέ στην Κρήτη και ο θρύλος λέει ότι περιπλανιούνται αιώνια στο πέλαγος μέχρι τη στιγμή που θα ξεκινήσει η μάχη για την ανακατάληψη της Πόλης από τους Έλληνες. Τότε το πλοίο των Κρητικών θα τους ξαναφέρει στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουν και αυτοί μέρος στη μάχη και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους και το ελληνικό έθνος να ξανακερδίσει την Πόλη.

Τελιώνοντας θα συλλαβίσω κι εγω το "ΠΑλι με ΧρΟνουΣ και καιροΥΣ" ..ίσως  και να διαβάσει η γιαγιά τούτη την ανάρτηση..ποιος  ξέρει.

7 Μαΐου 2010

Μπήκαν στη πόλη οι..Οχτροί!!



Απο χθες που έλαβα την παρακάτω ιστορία την έχω διαβάσει ούτε και ξέρω πόσες φορές..ισως να την γνωρίζετε,σίγουρα κάπου εδω γύρω θα κυκλοφορεί..αλλά αν όχι, πιστεύω αξίζει τον κόπο να την διαβάσετε..

"Μια χταπόδα βοσκᾶ στὸν πάτο τῆς θάλασσας, μαζὶ μὲ τὸ χταποδάκι. Ἄξαφνα τὸ καμακίζουνε. Τὸ χταποδάκι φωνάζει: μὲ πιάσανε μάνα! Ἡ μάνα του τοῦ λέγει: μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Ξαναφωνάζει τὸ μικρό: μὲ βγάζουν ἀπὸ τὴν θάλασσα! Πάλι λέγει ἡ μάνα: μὴν φοβᾶσαι παιδί μου. Καὶ πάλι: μὲ σγουρίζουνε μάνα! Μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Μὲ κόβουνε μὲ τὸ μαχαίρι! Μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Μὲ βράζουνε μάνα! Μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Μὲ μασᾶνε μάνα! Μὴν φοβᾶσαι παιδί μου! Πίνουνε κρασὶ μάνα! Τότε ἐκείνη ἀναστέναξε καὶ φώναξε: Ἄχ, σὲ ἔχασα παιδί μου"!
Γιατὶ τὸ κρασὶ εἶναι ὁ ἀντίμαχος τοῦ χταποδιοῦ, ἐπειδὴ τὸ λιώνει στὸ στομάχι. Δηλαδὴ ἡ μάνα δὲν φοβήθηκε μήτε τὸ μαχαίρι, μήτε τὴν φωτιά, μήτε τὰ δόντια, ἀλλὰ τὸ κρασί, ποὺ εἶναι πιὸ ἤρεμο καὶ ἀθῷο μπροστὰ στὰ μαχαίρια καὶ τὰ δόντια.
Ἡ Ἑλλάδα σὰν τὸ χταποδάκι πέρασε ἀπὸ φωτιές, δόντια, μαχαίρια, ἀλλὰ πνεῦμα ΔΕΝ παρέδινε. Ὁ εχθρός δεν ήρθε  μὲ μαχαίρια, πιστόλια καὶ φωτιές. Ἦρθε μὲ χάδια καὶ γλυκόλογα. Ἦρθε μὲ δῶρα, μὲ λεφτά, νὰ ἀνακουφίσει τὴν φτώχεια μας, νὰ διασκεδάσει μαζί μας, νὰ χορέψει μαζί μας, νὰ μᾶς εὐκολύνει τὴν ζωὴ μὲ τὰ μηχανήματά του. Ὅπως τὸ χταποδάκι ἔλιωσε στὸ κρασί, ἔτσι καὶ ἡ Ἑλλάδα κοντεύει νὰ χαθεῖ ἀπὸ τὸ γλυκὸ κρασὶ ποὺ τὴν μέθυσε καὶ δὲν ξέρει τί κάνει καὶ ξεγυμνώθηκε καὶ στρήνιασε καὶ ἐκ τοῦ στρήνους αὐτῆς ἐπλούτισεν.

Καημένη Ἑλλάδα! Τί τέλος σὲ περίμενε! Μὰ δὲν ἔχεις μήτε κάποιον νὰ σὲ κλάψει, γιατὶ τὴν κηδεία σου τὴ γιορτάζουνε σὰν γάμο, μὲ χαρὲς καὶ μὲ τραγούδια, ποὺ αὐτὰ εὐτυχῶς δὲν εἶναι ἑλληνικά.

31 Μαρτίου 2010

Ανάσταση-Ανάταση-Αναγέννηση

Ανάσταση! Και μέσα στην καρδιά μου,
που μαύροι τη μαράνανε χειμώνες,
μιας άνοιξης αυγή γλυκοχαράζει
κι ανθίζουν μενεξέδες κι ανεμώνες.

Ανάσταση! Και μέσα στην καρδιά μου,
που τη σπαράξαν άγρια οι στείροι πόνοι,
ολόδροσο, ουρανόσταλτο βλαστάρι
θεϊκής χαράς αρχίζει να φυτρώνει.
Θεϊκής χαράς ! Ω Σταυρωμένη Ελπίδα!
Καθώς σε βλέπω αναστημένη πάλι,
αθάνατη, απροσμάχητη, μεγάλη,
κάμε το θαύμα που ποτέ δεν είδα!
"Γεώργιος Βερίτης"

Kάπου στα βάθη της ψυχής μας, υπάρχει η απορία για το νόημα της Ανάστασης, μιας και ζούμε σ' έναν κόσμο γεμάτο μίσος, πόνο και αδικία.
Πώς είναι δυνατόν η νύχτα της Ανάστασης να αποτελεί έστω μία στιγμιαία διαφυγή από την σκληρή πραγματικότητα?
Παρ'όλα αυτά ο εορτασμός της Ανάστασης  είναι σίγουρα ένας σταθμός χαράς μέσα στη δίνη των γεγονότων που κατά καιρούς θλίβουν τον κόσμο, είναι η ελπίδα για να αντιμετωπίζουμε με αισιοδοξία όλες τις δυσκολίες της σύγχρονης ζωή μας, που μας παρασύρει σ' ένα κυκεώνα αδιαφορίας για τον συνάνθρωπο.

Η Ανάσταση είναι η γιορτή που αντλούμε δύναμη και θάρρος.Αποτελεί τη μεγαλύτερη νίκη του καλού ενάντια στο κακό και εμείς αντιστεκόμαστε στην απαισιοδοξία ενός αβέβαιου μέλλοντος για την ανθρωπότητα και αντλούμε δυνάμεις και κουράγιο να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα της καθημερινότητας που δεν είναι και λίγα.

Μαζί με την Ανάσταση του Κυρίου ας είναι και η δική μας ανάσταση, πνευματική και σωματική,να διώξουμε το κακό, το μίσος, τον φθόνο, την αδικία
Εύχομαι ο σπόρος της αγάπης να φυτρώσει ξανά στις καρδιές μας και τα άνθη του να ομορφύνουν το φόντο του καμβά της ζωή μας.

Ανάσταστη-Ανάταση-Αναγέννηση

Ανάσταση στις καρδιές μας!

19 Μαρτίου 2010

"άμμος και αφρός" τα λόγια του..

Κοίταζα απο μακριά την άμμο,μου φάνηκε ίδια,όταν όμως πήρα λίγη απο αυτη στη χούφτα μου και
την άφησα να κυλήσει στο κενό τότε είδα πως ο κάθε κόκκος της, έχει την δική του μορφή και μαγεία.
Και όταν τον κόκκο αυτον τον κλέψει ο αφρός της θάλασσας, τότε κερδίζει χρυσάφι απο την μήτρα της ερήμου και αρώματα απο τις ανάσες των ανέμων της.
Ακουμπώ εδω,πολύ πολύ απαλά λίγη άμμο, ανακατεμένη με αφρό απο τη Θάλασσα  του λόγου του Κahlil Gibran..Kαλώς σας βρίσκω και πάλι. :)
Αν όλοι εξομολογηθούμε τις αμαρτίες μας ο ένας στον άλλον,θα γελάει ο ένας με τον άλλον για την έλλειψη πρωτοτυπίας.
Αν αποκαλύψουμε  τις αρετές μας,πάλι ο ένας με τον άλλον θα γελάει για τον ίδιο λόγο!
Ήρθε κάποιος κάποτε στο τραπέζι μου,έφαγε το ψωμί μου,ήπιε το κρασί μου και έφυγε γελώντας μαζί μου.Κατόπιν ήρθε πάλι  για ψωμί και κρασί και τον έδιωξα.
Τότε γέλασαν μαζί μου οι άγγελοι.
Με θεωρούν τρελό γιατί τις μέρες μου δεν τις πουλάω για χρυσάφι.
Τους θεωρώ τρελούς γιατί πιστεύουν πως οι μέρες μου έχουν τιμή.

Χίλια χρόνια πριν μου είπε ο γειτονάς μου,"Μισώ τη ζωή,γιομάτη πόνο είναι".
Χτες πέρασα απο ένα κοιμητήρι και είδα τη ζωή πάνω στον τάφο του να χορεύει.

Είπε κάποτε μια αλεπού που την κυνηγούσαν είκοσι καβαλάρηδες και είκοσι τσιποανόσκυλα,"Σίγουρα θα με σκοτώσουν,μα πόσο κακομοίρηδες και ηλίθιοι πρέπει να 'ναι.
 Σίγουρα δε θ'άξιζε είκοσι αλεπούδες καβάλα σε είκοσι γαϊδάρους,παρέα με είκοσι λύκους, να κυνηγήσουν και να σκοτώσουν έναν άνθρωπο".
Μπορεί να κάθεσαι στο παραθύρι σου και τους διαβάτες να κοιτάς.
Ίσως μια μοναχή στα δεξιά σου να έρχεται,στ'αριστερά μια πόρνη.
Μες στην αθωότητά σου μπορεί να πείς,
"Πόσο ευγενική είναι η μια και πόσο πρόστυχη η άλλη".
Αν,όμως,τα μάτια σου τα κλείσεις και λίγο αφουγκραστείς,φωνή να ψιθυρίζει στον αιθέρα θε ν'ακούσεις,"Η μια στην προσευχή Μ'αναζητά και η άλλη μες στον πόνο.
Στης καθεμιάς το πνεύμα υπάρχει ένα δώμα για το δικό Μου πνεύμα".
 
Κάθε δράκος γεννά κι εναν Αϊ Γιώργη που θα τον θανατώσει.
Όταν μιλούν δυο γυναίκες δε λένε τίποτε..όταν μιλάει μια γυναίκα,αποκαλύπτει τη ζωή ολάκερη.
Και τώρα ας παίξουμε κρυφτούλι.
 Aν κρυφτείς μες  στην καρδιά μου,δε θα'ναι δύσκολο να σε βρω.
Μα αν κρυφτείς μες στο καβούκι σου,μάταιο είναι να σ'αναζητήσει κανείς.

"άμμος και αφρός" Kahlil Gibran