15 Νοεμβρίου 2011

Αλλά τα Βράδια...


Και να που φτάσαμε εδώ..Χωρίς αποσκευές
Μα μ' ένα τόσο ωραίο φεγγάρι 
Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
Φτωχή ανθρωπότητα, 
δεν μπόρεσες ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα

Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ' το δέντρο που βρέχεται

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα

Αλλά καθώς βραδιάζει ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα

Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη

Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου 'ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ' άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ' ένα άστρο ή μ' ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!

Δως μου το χέρι σου..
Δως μου το χέρι σου..

 Παπακωνσταντίνου-Λειβαδίτης

8 Νοεμβρίου 2011

Οι 10 αρχές του Γκάντι για να αλλάξουμε τον κόσμο.



1. «Πρέπει εσύ να αποτελείς την αλλαγή που θέλεις να δεις στον κόσμο.»
Εάν αλλάξεις τον εαυτό σου, θα αλλάξεις τον κόσμο σου. Εάν αλλάξεις τον τρόπο σκέψης σου, τότε θα αλλάξουν οι ενέργειές σου, αλλά και το πώς αισθάνεσαι. Και με αυτόν τον τρόπο ο κόσμος γύρω σου θα αλλάξει. Όχι μόνο γιατί πλέον θα βλέπεις το περιβάλλον σου μέσω νέων «φακών» σκέψης και συναισθημάτων, αλλά και γιατί η αλλαγή μέσα σου μπορεί να σου επιτρέψει να αναλάβεις δράση με τρόπους που δεν είχες ποτέ φανταστεί.

2. «Κανείς δεν μπορεί να με πειράξει χωρίς την άδειά μου»
Το τι νιώθεις και το πώς αντιδράς σε κάτι, είναι πάντα δική σου επιλογή. Μπορεί να υπάρχει ένας «κανονικός» ή ένας κοινός τρόπος αντίδρασης σε διαφορετικά πράγματα. Το σίγουρο είναι ότι μπορείς να επιλέξεις τις δικές σου σκέψεις, αντιδράσεις και συναισθήματα σχεδόν στα πάντα. Δεν χρειάζεται να πανικοβάλλεσαι, να αντιδράς υπερβολικά ή αρνητικά. Τουλάχιστον όχι κάθε φορά και όχι άμεσα. Μερικές φορές, αντιδρούμε αντανακλαστικά και όχι συνειδητά.
3. «Ο αδύναμος δεν μπορεί ποτέ να συγχωρήσει. Η συγχώρεση είναι το χαρακτηριστικό του ισχυρού»
«Το ‘οφθαλμόν αντί οφθαλμού’ μπορεί να οδηγήσει μόνο στο να τυφλωθεί όλος ο κόσμος»
Το να καταπολεμάς το κακό με κακό δε πρόκειται να σε βοηθήσει. Μπορείς πάντα να επιλέγεις τον τρόπο αντίδρασής σου στις καταστάσεις. Όταν ενσωματώσεις αυτόν τον τρόπο σκέψης στη ζωή σου, τότε θα μπορείς να αντιδράς με ένα τρόπο που θα είναι πιο χρήσιμος για εσένα και για τους άλλους. Έχεις συνειδητοποιήσει ότι με το να συγχωρείς και να ξεχνάς το παρελθόν, θα προσφέρεις σε εσένα και τους γύρω σου μία μεγάλη υπηρεσία; Το να σπαταλάς το χρόνο σου σε αρνητικές εμπειρίες, από τη στιγμή που έχεις πάρει όλα τα μαθήματα από αυτές, δεν θα σου προσφέρει τίποτα. Το πιο πιθανό θα είναι να προκαλέσεις στο εαυτό σου περισσότερο πόνο και να τον παραλύσεις καθιστώντας τον ανίκανο να αναλάβει δράση όταν θα πρέπει.
4. «Δεν θέλω να προβλέπω το μέλλον. Είμαι αφοσιωμένος στην παρούσα στιγμή. Ο Θεός δεν μου έδωσε τον έλεγχο της επόμενης στιγμής, αλλά αυτής»
Ο καλύτερος τρόπος για να ξεπεράσεις την εσωτερική αντίσταση που συχνά σε σταματά από την ανάληψη δράσης, είναι να μείνεις στο παρόν όσο το δυνατόν περισσότερο και να είσαι δεκτικός. Γιατί; Επειδή, όταν ζεις στο παρόν, δεν ανησυχείς για την επόμενη στιγμή που ούτως ή άλλως δεν μπορείς να ελέγξεις.
5. «Μια ουγκιά δράσης αξίζει περισσότερο από ένα τόνο διαδασκαλίας »
Χωρίς δράση δεν συμβαίνει τίποτα. Το αναλάβει όμως κανείς δράση είναι πολύ δύσκολο και συνήθως υπάρχει μεγάλη εσωτερική αντίσταση. Έτσι οι περισσότεροι άνθρωποι καταφεύγουν στη διδασκαλία και επαναπαύονται νομίζοντας ότι έτσι προοδεύουν. Τα βιβλία προσφέρουν γνώση, η δράση όμως την μεταφράζει σε κατανόηση..
6. «Είναι ανόητο να είσαι πολύ σίγουρος για την σοφία σου. Είναι υγιές να υπενθυμίζεις στον εαυτό σου ότι και οι ισχυρότεροι μπορεί να αποδυναμωθούν και οι σοφότεροι μπορεί να σφάλλουν»
Όταν θεοποιείς ανθρώπους -ακόμη κι αν έχουν καταφέρει εκπληκτικά πράγματα- κινδυνεύεις να αποστασιοποιηθείς από αυτούς. Συχνά αρχίζεις να αισθάνεσαι ότι εσύ δεν θα μπορούσες ποτέ να πετύχεις παρόμοια κατορθώματα. Είναι σημαντικό να θυμάσαι ότι κι αυτοί είναι ανθρώπινα πλάσματα όπως εσύ, άσχετα με το τι έχουν καταφέρει.
7. «Πρώτα θα σε αγνοήσουν, μετά θα γελάσουν με σένα, μετά θα σε πολεμήσουν, και τότε κέρδισες»
Να είσαι ανθεκτικός στα σαμποτάζ που σου στήνει ο ίδιος σου ο εαυτός. Μόνο τότε, η εσωτερική σου αντίσταση θα ασθενήσει και θα σε επισκέπτεται όλο και λιγότερο. Βρες αυτό που πραγματικά θέλεις να κάνεις και τότε θα βρεις και το εσωτερικό κίνητρο για να συνεχίσεις. Ένας λόγος που ο Γκάντι είχε τόσο μεγάλη επιτυχία με την μέθοδό της μη βίας, ήταν ότι ο ίδιος και οι οπαδοί του δεν παραιτήθηκαν ποτέ.
8. «Βλέπω μόνο τις αρετές των ανθρώπων. Αφού δεν είμαι αλάθητος, δεν θα αναλύσω τα λάθη των άλλων»
Όλοι έχουμε κάτι καλό μέσα μας. Αν στοχεύεις στη βελτίωση τότε είναι χρήσιμο να επικεντρώνεσαι στις καλές πλευρές των ανθρώπων. Όταν εστιάζεις στα θετικά στοιχεία των άλλων, έχεις ακόμα ένα κίνητρο για να τους βοηθήσεις. Με το να βοηθάς τους άλλους δεν κάνεις μόνο την δική τους ζωή καλύτερη. Με τον καιρό παίρνεις πίσω ότι έδωσες, ενώ οι άνθρωποι που βοήθησες τείνουν περισσότερο να βοηθήσουν άλλα άτομα. Έτσι, όλοι μαζί, δημιουργείτε μια θετική αλλαγή που δυναμώνει.
9. «Ευτυχία είναι όταν αυτά που σκέπτεσαι, αυτά που λες και αυτά που κάνεις, βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους»
«Πάντα να στοχεύεις στην πλήρη αρμονία της σκέψης, των λόγων και των πράξεων. Πάντα να στοχεύεις στο να εξαγνίζεις τις σκέψεις σου και όλα θα είναι καλά».
Μία από τις καλύτερες συμβουλές για την βελτίωση των κοινωνικών δεξιοτήτων είναι να συμπεριφέρεσαι με συνέπεια και να επικοινωνείς με αυθεντικό τρόπο. Στους ανθρώπους αρέσει αυτό και ο νους γαληνεύει όταν οι σκέψεις, τα λόγια και οι πράξεις είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένες. Όταν είσαι αληθινός δεν χρειάζεται να αποδείξεις τίποτα γιατί η γλώσσα του σώματός σου και ο τόνος της φωνής σου -τα οποία κάποιοι λένε ότι είναι το 90% της επικοινωνίας- είναι συντονισμένα με τις σκέψεις σου.
10. «Η συνεχής ανάπτυξη είναι ο νόμος της ζωής. Αυτός που προσπαθεί να διατηρήσει τα δόγματά του για να φαίνεται συνεπής στους άλλους, οδηγεί τον εαυτό του σε λάθος δρόμο»
Υπάρχουν φορές που είσαι ασυνεπής ή που δίνεις την εντύπωση πως δεν ξέρεις τι κάνεις. Αυτό είναι προτιμότερο από το να προσπαθείς να διατηρείς παλιές απόψεις που ξέρεις ότι είναι λανθασμένες από φόβο μην σε κρίνουν οι άλλοι. Μην το κάνεις. Επέλεξε να αναπτύξεις την σκέψη σου και να εξελιχθείς.

http://www.youtube.com/watch?v=umzeyxqUYKU&feature=player_embedded 

26 Μαΐου 2011

Ένας παλιάτσος είμαι εγώ καλή σας μέρα...

Ξέρω να κλαίω, να γελάω, να πονώ
ξέρω να λέω την αλήθεια πέρα ως πέρα
γι' αυτό κι εγώ θα σας το πω...
Τραγούδι λέω δυνατά
ν' ακούσουν όλα τα παιδιά
ν' ακούσει η πολιτεία
κι απ' το τραγούδι μου αυτό
παλιάτσοι άλλοι εκατό να βγουν στην κοινωνία
Κι έτσι όλοι μαζί κι αντάμα
να τραγουδάμε τα δίκια της ζωής
να τραγουδάς κι εσύ απ' την πλατεία
να μάθεις φίλε μου σωστά να ζεις
Ένας παλιάτσος είμαι εγώ

10 Μαΐου 2011

ΕΚΡΗΚΤΙΚΟ ΠΟΡΙΣΜΑ


Κυνηγέ,
υποπτεύομαι γιατί σκοτώνεις τα πουλιά.
Τα απωθημένα σου φτερά εκδικείσαι.

Λυτρώσου.
Όλων μας σχεδόν τα πετάγματα
κάποια τα βρήκε αζύγιαστη ή ζυγιασμένη σφαίρα.

Είτε σκάρτο νερουλό ήτανε το Ικάριο κερί
είτε γιατί ο ήλιος είναι συνεργάσιμος
μονάχα με τη δύση του
είτε γιατί κατά την απογείωση εξερράγη
εκρηκτικός αντίπαλος.


Υπολόγισε τώρα τι φτερά ταπείνωσε
ενός κλουβιού το ύψος ότι τάχα
κελαηδούσαν γήινα καθημερινά
λες και η ανάγκη υπέργεια να κελαηδήσεις
δεν είναι γήινη δεν είναι καθημερινή.
Μνημονεύω χώρια, με ευλάβεια προσευχετική 
τα αυτοκτόνα εκείνα πετάγματα
με σφαίρα που κρυφά τους επρομήθευσε
του ακατανόητου η μεγάλη γενναιότης δεδικαίωται:
η νεκροψία όλης αυτής της καντεμιάς
έδειξε πως τα μόνα καλότυχα φτερά τα είχε η ματαιότης.

Ηρέμησε λοιπόν.
Έχω κι εγώ ένα σωρό απωθημένους ουρανούς
μα δε σκοτώνω άστρα.

Και αν καμιά φορά από μανία αδέσποτη συμβεί
κάποιο να σημαδέψω
το πολύ να κλείσω τον τραυματία κελαηδισμό του
σ' ένα κλουβάκι στοίχου φευγαλέο.

Κική  Δημουλά

13 Απριλίου 2011

"Άχρονη Νοσταλγία"

Nόμος κοσμικός, με παρουσίασε μέσα στο φως και ανεπαίσθητα με απέθεσε πάνω στον παλλόμενο πλανήτη γαία. Από την άλλη πλευρά των διαστάσεων την μεγάλη πορεία ξεκίνησα ανάμεσα στους λιμώνες των άστρων και τα νεφελώματα του πνεύματος.

Αγάπησα τη γνώση την ενδογενή περισσότερο και η κατάκτηση της με φέρνει διαρκώς πλησιέστερα στο μεγαλείο των "θεών" μου.

Το τραγούδι της ζωής μου είναι ολότελα δικό τους.

Έννοια μου πρώτη: η δοκιμασία του ανθρώπου και τα αίτια της σισύφιας μοίρας του.

Έννοια μου πρώτη: Η αλήθεια και η γνώση της βαθύτερης αλήθειας των φαινομένων.

Έννοια μου πρώτη: Η ποίηση του σύμπαντος, ο χώρος που καταλαμβάνω σ' αυτή και η ανακάλυψη τον ομφάλιου λώρου που με συνδέει με τον πρώτο ναό της δημιουργίας.

Πίστη μου: Η συμπαντική "θρησκεία" της αρμονίας του δικαίου της αγάπης του σεβασμού, της αξιοπρεπείας και της από τούτες τις αξίες οριοθετημένης δημιουργίας και εξελίξεως.
"Άχρονη Νοσταλγία" Μ.Καπουσίδης

                                                               Επίλογος
Ποιητή που είσαι;

Κοίτα με τι προσποίηση και δόλου υποσχέσεις μεθοδικά υφάνανε το σάβανο του Κόσμου!

Πές μου που είσαι ποιητή;
που κρύβοντσι οι ερινύες;

Μες στους ανθρώπους το Καλό δεν ήταν ο Δεσπότης
Ο επισκέπτης ήτανε που όλοι λοξοκοιτούσαν
παγίδες του εστήσανε με κούφιο χαμογέλιο
προσποίηση του δείχναν
ωσότου ξεσυνήθισε τα μέτρα να λαβαίνει
και κάποια νύχτα ζοφερή δίχως να το προσμένει...

Πες μου που θάψαν το καλό;
το θάψαν ή το κάψαν;

Από το "αινότοκος αιών" του Μανώλη Καπουσίδη

17 Μαρτίου 2011

"Αναφορά στον Γκρέκο"

 Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα στο σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε.

Ο ήλιος βασίλεψε, θάμπωσαν τα βουνά, οι οροσειρές του μυαλού μου κρατούν ακόμα λίγο φως στην κορφή τους, μα η άγια νύχτα πλακώνει, ανεβαίνει από τη γης, κατεβαίνει από τον ουρανό, και το φως ορκίστηκε να μην παραδοθεί, μα το ξέρει, σωτηρία δεν υπάρχει δε θα παραδοθεί, μα θα σβήσει.

Ρίχνω στερνή ματιά γύρα μου, ποιόν ν’αποχαιρετίσω; τι ν’αποχαιρετίσω; τα βουνά, τη θάλασσα, την καρπισμένη κληματαριά στο μπαλκόνι μου, την αρετή, την αμαρτία, το δροσερό νερό; Μάταια, μάταια, κατεβαίνουν όλα ετούτα μαζί μου στο χώμα.

Σε ποιόν να εμπιστευτώ τις χαρές και τις πίκρες μου, τις μυστικές δονκιχώτικες λαχτάρες της νιότης, την τραχιά σύγκρουση αργότερα με το Θεό και με τους ανθρώπους, και τέλος την άγρια περηφάνια που έχουν τα γεράματα που καίγουνται μα αρνιούνται, ως το θάνατο, να γίνουν στάχτη; Σε ποιόν να πω πόσες φορές σκαρφάλωνοντας, με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχισα ν’ανηφορίζω;
  
Πού να βρώ μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;
Σφίγγω ήσυχα, πονετικά, ένα σβώλο κρητικό χώμα στη φούχτα μου, το κρατούσα το χώμα ετούτο πάντα μαζί μου, σε όλες μου τις περιπλάνησες, και στις μεγάλες μου αγωνίες το’σφιγγα μέσα στη φούχτα μου κι έπαιρνα δύναμη, δύναμη μεγάλη, σαν να’σφιγγα το χέρι φίλου αγαπημένου. Μα τώρα που βασίλεψε ο ήλιος και το μεροκάματο τέλεψε, τι να την κάμω τη δύναμη; Δεν την έχω ανάγκη πια, κρατώ το χώμα ετούτο της Κρήτης και το σφίγγω με άφραστη γλύκα, τρυφεράδα κι ευγνωμοσύνη, σαν να σφίγγω μέσα στη φούχτα μου και ν’αποχαιρετώ το στήθος γυναίκας αγαπημένης. Αυτό ήμουν αιώνια, αυτό θα’μια αιώνια, πέρασε αστραπή η στιγμή που στροβιλίστηκες, άγριο χώμα της Κρήτης, κι έγινες αγωνιζόμενος άνθρωπος.

Τι αγώνας, τι αγωνία, τι κυνηγητό του ανθρωποφάγου αόρατου θεριού, τι επικίντυνες ουρανικές και σατανικές δυνάμες η φούχτα ετούτη το χώμα! Ζυμώθηκε μ’αίμα, δάκρυο κι ιδρώτα, γίνηκε λάσπη, γίνηκε άνθρωπος, πήρε τον ανήφορο, να φτάσει-που να φτάσει; Σκαρφάλωνε αγκομαχώντας το σκοτεινό όγκο του Θεού, άπλωνε τα χέρια, έψαχνε, έψαχνε και μάχουνταν να βρει το πρόσωπό του.

Κι όταν, τα ολοστερνά ετούτα χρόνια, απελπισμένος πια, ένιωσε πως ο σκοτεινός αυτός όγκος δεν έχει πρόσωπο, τι καινούριος, όλο αναίδεια και τρόμο, αγώνας να πελεκήσει την ακατέργαστη κορφή και να της δώσει πρόσωπο-το πρόσωπό του!

Μα τώρα το μεροκάματο τέλεψε, μαζεύω τα σύνεργά μου, ας έρθουν άλλοι σβώλοι χώματα να συνεχίσουν τον αγώνα, είμαστε, εμείς οι θνητοί, το τάγμα των αθανάτων, κόκκινο κοράλλι το αίμα μας, και χτίζουμε απάνω στην άβυσσο ένα νησί.
Χτίζεται ο Θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου.
Εχετε γειά!


Απλώνω το χέρι, φουχτώνω το μάνταλο της γής, ν’ανοίξω την πόρτα να φύγω, μα κοντοστέκουμαι στο φωτεινό κατώφλι ακόμα λίγο, δύσκολο, δύσκολο πολύ, να ξεκολλήσουν τα μάτια, τ’αυτιά, τα σπλάχνα από τις πέτρες και τα χόρτα το κόσμου λες: Είμαι χορτάτος, είμαι ήσυχος, δε θέλω πια τίποτα, τέλεψα το χρέος και φεύγω, μα η καρδιά πιάνεται από τις πέτρες κι από τα χόρτα, αντιστέκεται, παρακαλάει:
“Στάσου ακόμα!»


Μάχουμαι να παρηγορήσω την καρδιά μου, να τη συβάσω να πει λεύτερα το ναι. Να μη φύγουμε σαν σκλάβοι, δαρμένοι, κλαμένοι, από τη γης, παρά σαν βασιλιάδες που έφαγαν, ήπιαν, χόρτασαν, δε θέλουν πια, και σηκώνουνται από το τραπέζι. Μα η καρδιά χτυπάει ακόμα μέσα στα στήθια, αντιστέκεται, φωνάζει:
«Στάσου ακόμα!»

 Στέκουμαι, ρίχνω στερνή ματιά στο φως, που αντιστέκεται κι αυτό, σαν την καρδιά του ανθρώπου, και παλεύει. Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, έπεσε απάνω στα χείλια μου μια χλιαρή ψιχάλα, η γης μύρισε, γλυκιά φωνή, μαυλιστικιά, ανεβαίνει από τα χώματα: "Eλα… έλα… έλα…"

Με κοίταξες, κι ως με κοίταξες ένιωσα πως ο κόσμος ετούτος είναι ένα σύννεφο φορτωμένο αστροπελέκι κι άνεμο, σύννεφο κι η ψυχή του ανθρώπου φορτωμένη αστροπελέκι κι άνεμο, κι από πάνω φυσάει ο Θεός και σωτηρία δεν υπάρχει.
Σήκωσα τα μάτια, σε κοίταξα. Εκαμα να σου πω: «Παππού, αλήθεια δεν υπάρχει σωτηρία;» μα η γλώσσα μου είχε κολλήσει στο λαρύγγι μου, έκαμα να σε ζυγώσω, μα τα γόνατά μου λύγισαν.
 Άπλωσες τότε το χέρι, σαν να πνίγουμουν κι ήθελες να με σώσεις.
Αρπάχτηκα με λαχτάρα από το χέρι σου, πασαλειμμένο ήταν με πολύχρωμες μπογιές, θαρρείς ζωγράφιζε ακόμα, έκαιγε. Άγγιξα το χέρι σου, πήρα φόρα και δύναμη, μπόρεσα να μιλήσω:
-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ’μου μια προσταγή.
 Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου, δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά, ως τις ρίζες του μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.
-Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου…
 Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σαν να’βγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης.
Έφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.
-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ’μου μια πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
Κι ολομεμιάς, ως να το πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!

Πετάχτηκα τρομαγμένος από τον ύπνο, είχε πια ξημερώσει. Σηκώθηκα, ζύγωσα στο παράθυρο, βγήκα στο μπαλκόνι με την καρπισμένη κληματαριά. Η βροχή είχε τώρα κοπάσει, έλαμπαν οι πέτρες, γελούσαν, τα φύλλα των δέντρων ήταν φορτωμένα δάκρυα.
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!
 Ήταν η φωνή σου, κανένας άλλος στον κόσμο δεν μπορούσε έναν τέτοιο αρσενικό λόγο να ξεστομίσει, μονάχα εσύ, Παππού ανεχόρταγε! Δεν είσαι εσύ ο αρχηγός ο απροσκύνητος, ο ανέλπιδος, της στρατευόμενης γενιάς μου; Δεν είμαστε εμείς οι λαβωμένοι, οι πεινασμένοι, οι μπουμπουνοκέφαλοι, οι σιδεροκέφαλοι, που αφήσαμε πίσω μας την καλοπέραση και τη βεβαιότητα και πας εσύ μπροστά και κάνουμε γιουρούσι να σπάσουμε τα σύνορα;
 To λαμπρότερο πρόσωπο της απελπισίας είναι ο Θεός, το λαμπρότερο πρόσωπο της ελπίδας είναι ο Θεός, πέρα από την ελπίδα και την απελπισία, πέρα από τα παμπάλαια σύνορα, με σπρώχνεις, Παππού. Πού με σπρώχνεις; Κοιτάζω γύρα μου, κοιτάζω μέσα μου, η αρετή τρελάθηκε, η γεωμετρία τρελάθηκε, η ύλη τρελάθηκε, πρέπει να’ρθει πάλι ο Νούς ο νομοθέτης, να βάλει καινούρια τάξη, καινούριους νόμους, πιο πλούσια αρμονία να γίνει ο κόσμος.
 Αυτό θες, κατά κει με σπρώχνεις, κατά κει μ’έσπρωχνες πάντα, άκουγα μέρα νύχτα την προσταγή σου, μάχουμουν, όσο μπορούσα, να φτάσω όπου δεν μπορούσα, αυτό είχα βάλει χρέος μου, αν έφτασα ή δεν έφτασα, εσύ θα μου πεις. Όρθιος στέκουμαι μπροστά σου και περιμένω.
 Στρατηγέ μου, τελεύει η μάχη, κάνω την αναφορά μου, να που πολέμησα, να πως πολέμησα, λαβώθηκα, δείλιασα, μα δε λιποτάχτησα, τα δόντια μου καταχτυπούσαν από το φόβο, μα τύλιγα σφιχτά το κούτελό μου μ’ένα κόκκινο μαντίλι, να μην ξεκρίνουνται τα αίματα, κι έκανα γιουρούσι.
 Ένα ένα μπροστά σου τα φτερά της καλιακούδας μου ψυχής θα τα μαδήσω, ωσότου ν’απομείνει ένα σβωλαράκι χώμα κι αυτή. Θα σου πω τον αγώνα μου, ν’αλαφρώσω, θα πετάξω από πάνω μου την αρετή, την ντροπή, την αλήθεια, ν’αλαφρώσω.
Άκουσέ το λοιπόν, Στρατηγέ, την αναφορά μου και κάμε κρίση, άκουσε, Παππού, τη ζωή μου, και αν πολέμησα κι εγώ μαζί σου, αν λαβώθηκα χωρίς κανένας να μάθει πως πόνεσα, αν δε γύρισα ποτέ την πλάτη μου στον οχτρό,
Δώσε μου την ευκή σου!

8 Μαρτίου 2011

Γυναίκα...

Κάποιοι φιλήσανε τον Ιούδα εκεί στο μέτωπο
κι άλλοι ψαρέψανε ουρανό σε ένα πηγάδι
άλλοι κρεμάσαν σα δικτάτορα ένα φυλαχτό
στις φυλακές πάντα ονειρεύονται το βράδυ

Κάναμε έκτρωση σε ό,τι αθώο μας απέμεινε
κι εσύ συνέλαβες με ένα άρωμα τυχαίο
μα τα τριαντάφυλλα που σου έστειλα λίγο έλειψε
χαράματα να σκοτωθούν σε ένα τροχαίο

Όσο αξίζει μια γρατζουνιά απ' την ανάσα σου
δεν αξίζουν θεωρίες μιας ζωής
γυναίκα αν έχω κάνει λάθος συγχώρα με
γυναίκα αν είμαι σωστός μη μου το πεις

Κάποια πατρίδα τα χείλη μου τα φίλησε
φτηνά και με έσπρωξε γελώντας προς τη μάχη
κι όσοι της δώσαν το κορμί τους για παράσημο
αυτή έναν τάφο τους κάρφωσε στη ράχη

Όσα θηρία με ζυγώσανε τους έφτασε
να χορτάσουν μοναχά με τη στολή μου
μα οι άνθρωποι μ' άφησαν ήσυχο σαν έμαθαν
πως γυάλιζα ένα πολυβόλο στην αυλή μου

Όσο αξίζει...

θυμάμαι κάποτε στα μάτια σου κυνήγησα
τον εαυτό μου με ένα μαχαίρι της κουζίνας
μα μόνο η τρέλα, μόνο η τρέλα μου με ξέπλυνε
σαν καταρράκτης απ' το αμάρτημα της φτήνιας

Κι έτσι του κόσμου τα μπαλκόνια ερωτεύτηκα
αυτά που αγγίζουνε το βλέμμα με το στόμα
μα δε ξεχνάω τα υπόγεια που κυλίστηκα
γι' αυτό η φτέρνα μου έχει δέσει με το χώμα

Όσο αξίζει...

Απόψε πότισα τις ρίζες που ονειρεύτηκες
και τους καρπούς που εγκυμονούσε η τροχιά σου
κυρά, δε βρήκα μουσική που να σου άξιζε
πόνος στη γέννα προσκυνώ την αρχοντιά σου

Θα χαραμίσω τη ζωή μου περιμένοντας
να 'ναι πολύ αργά για να τη διορθώσω
και στα ρουθούνια του ουρανού θα μπω ουρλιάζοντας
τη μύτη του πριν ξεψυχήσω να ματώσω.

9 Φεβρουαρίου 2011

Τα μοναχικά Βήματα...


Υπάρχει λένε μια μεγάλη περιπέτεια για τον καθένα μας, αλλά που θα την βρούμε;

Προς το παρόν ξεφυλλίζουμε τα παλιά ημερολόγια μήπως και σώσουμε κάτι απ' τα χρόνια...

Αλήθεια τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, ποιός θυμάται τι έγινε χτες, όλα θολά συγκεχυμένα...

Το πρωί περπατάω πάνω στα ερείπια δυό πολέμων για να πάω στην κουζίνα για καφέ.

Οι αλήτες κοιτάζουν τα τραίνα που φεύγουν και τα μάτια τους για μια στιγμή μένουν ορφανά και πάνω στις τζαμαρίες των σταθμών, δεν είναι η βροχή αλλά τα απραγματοποίητα ταξίδια που κλαίνε.

Οι μεθυσμένοι τρικλίζουν κάτω απ' το βάρος της απεραντοσύνης, έξω απ' τα ορφανοτροφεία, σωπαίνουν τα διωγμένα παραμύθια κι η γυναίκα στο παράθυρο τόσο θλιμμένη, που είναι έτοιμη να φύγει για τον ουρανό.

Όλα θολά συγκεχυμένα... Οι άλλοι φτιάχνουν απο μας ενα πρόσωπο για δική τους χρήση... ποιοί είμαστε; ... άγνωστο... και μόνο καμιά φορά μέσα στους εφιάλτες μας βρίσκουμε κάτι απ' τον αληθινό εαυτό μας.

Χέρια που γκρεμίστηκαν σε αδέξιες χειρονομίες, μενεξεδένια ευσπλαχνία του δειλινού που σκορπίζει λίγες βασιλικές δαντέλες στα γηροκομεία.

Το θεικό δικαίωμα των φτωχών πάνω στα υπάρχοντα των άλλων, τα μοναχικά βήματα του περαστικού που σου θυμίζουν όλη τη ζωή σου κι ο πατέρας μου πεθαμένος εδω και τόσα χρόνια έρχεται κάθε βράδι και με συμβουλεύει στον ύπνο μου... μα πατέρα του λέω, ξεχνάς ότι τώρα είμαστε συνομήλικοι;

Ω γεννιά μου χαμένη πήραμε μεγάλους δρόμους... μείναμε στη μέση... η ώρα του θανάτου μας είναι γραμμένη σ' όλα τα ρολόγια.

Φίλοι παιδικοί που είστε; με ποιούς θα συνεχίσω τώρα την περιπλάνησή μου στο άπειρο;

Οι μεγάλοι κάθονται στα καφενεία, οι γρύλοι τα βράδια προσπαθούν να συλλαβίσουν το ανείπωτο, η μητέρα άνοιγε τα γράμματα με τη φουρκέτα της...

Η ζωή μας είναι ένα μυστήριο που δεν μπορούμε να το μοιραστούμε... μιά θλίψη τ' απογεύματα σαν άρωμα απο παλιά βιβλία και κάθε φορά που προσπερνάμε ένα διαβάτη, είναι σαν να λέμε αντίο σ' όλη τη ζωή.

Θυμάσαι τις ερωτικές στιγμές μας Άννα; Το φύλο σου σαν ένα μισανοιγμένο όστρακο που τ' ακούμπισε εκεί μιά μακρυνή τρικυμία, τα στήθη σου δυό μικρά ηλιοτρόπια μες τ' αλησμόνητο πρωινό.

Οι επαναστάτες είναι ανήσυχοι για το μέλλον, οι εραστές για το παρελθόν, οι ποιητές έχουν επωμιστεί και τα δυό.

Κάποτε θα αυτοκτονήσω μ' έναν τρόπο συνταρακτικό, με χαμηλόφωνα λόγια απο παλιές συνομωτικές μέρες...

Α ζωή, μια χειραψία με το άπειρο πριν χαθείς για πάντα...

Τα παιδιά ξέρουν καλά ότι το αδύνατο είναι η πιο ωραία λύση... ενώ στο βάθος του δειλινού οι δυό οργανοπαίχτες με τ' ακορντεόν παίζανε τώρα για την τύχη και τα καπέλα τους επιπλέανε ναυαγισμένα στη μουσική...

Τ.Λειβαδίτης

9 Ιανουαρίου 2011

Ο τρελός..

"Με ρωτάς γιατί γίνηκα τρελός.
Να το πως: 
Μια μέρα,καιρό,καιρό πριν γεννηθούν πολλοί Θεοί,ξύπνησα απο βαθύ ένα ύπνο κι ανακάλυψα πως όλες μου οι μάσκες είχαν κλεφτοί - κι οι εφτά μάσκες που είχα φτιάξει και που είχα φθείρει μεσ'σε εφτά ζωές - τότες έτρεξ'αμασκοφόρετος μεσ'από ανθρωπόβριθους δρόμους κραυγάζοντας "κλέφτες κλέφτες τρισκατάρατοι κλέφτες" Άντρες , γυναίκες με περιγέλασαν και κάποιοι τρέξανε στα σπίτια τους,σκιαγμένοι απο μένα.
 Κι'όταν έφτασα στην αγορά, ένας νιος σκαρφαλωμένος σε μια στέγη φώναξε "είναι τρελός".Σήκωσα τα μάτια να τον αντικρίσω , ο ήλιος φίλησε το γυμνό μου πρόσωπο για πρώτη φορά.Για πρώτη φορά ο ήλιος φίλησε το γυμνό μου πρόσωπο κι η ψυχή μου φλογίστηκε απο αγάπη για τον ήλιο,και δεν ήθελα τις μάσκες μου πια τώρα.Και σάμπως μέσα σ΄΄εκσταση φώναξα
"Ευλογημένοι,ευλογημένοι, οι κλέφτες που 'κλεψαν τις μάσκες μου" Έτσι γίνηκα τρελός "
Γνωρίζω τα πρόσωπα γιατί κοιτάζω πίσω από την πλέξη που υφαίνει το δικό μου μάτι και ατενίζω την πέρα πραγματικότητα." Khalil Gibran"

 Ανιδιοτελής Νους, και  Αφηρημένη Σκέψη,που του επιτρέπει τη
σύλληψη των ανωτέρων, φιλοσοφικών Ιδεών και Αληθειών.
Είναι αυτό που επιτρέπει στον άνθρωπο να κοιτάζει προς τα πάνω,
ψηλά, «προς τα άστρα» και που τον κάνει να είναι αληθινά Άνθρωπος.
(άνω-θρώσκω, ανυψώνομαι προς τα πάνω).
Αλήθεια υπάρχουν αυτοί οι "τρελοί"στις μέρες μας?...