Ώσπου... ένα όμορφο πρωϊνό, εμφανίστηκε στο χωριό ένας νέος που έψαχνε για δουλειά. Ρωτούσε τους περαστικούς, τους γέροντες στον καφενέ της μικρής πλατείας... Τίποτα. Μέχρι που τον βρήκε ο παπάς του χωριού και τον κάλεσε στο σπίτι του να τον φυλέψει η παπαδιά και να του προτείνει μια δουλειά.
Με τα λίγα και τα πολλά, πήγε ο νεαρός κι έκατσε στο τραπέζι μαζί με τον παπά κι εκείνος μπήκε κατευθείαν στο θέμα: "Παλικάρι μου καλό, έχουμε εδώ στο χωριό μια κοπέλα, την Λενιώ. Μιλιά δεν έχει, από μικρό παιδί η φωνή της έχει να ακουστεί. Μόνη της ζούσε μαζί με τον παππού της ώσπου πέθανε κι αυτός πρίν από λίγες μέρες. Μόνη έμεινε η Λενιώ και οι δουλειές στο κτήμα τους είναι πολλές και δύσκολες για να τα καταφέρει μόνη. Λεφτά δεν έχει πολλά για να σε πληρώνει, μα μια στέγη ζεστή και φαϊ φρέσκο και καλό πάντα σίγουρο θα το έχεις."
Σκεφτόταν ο νεαρός... Σκεφτόταν καλά. Αν ήθελε να μαζέψει λεφτά, σίγουρα δεν θα ερχόταν εδώ στην άκρη της χώρας σε ένα φτωχικό χωριό. Έψαχνε την απομόνωση, μακριά από όλα εκείνα που μπορεί να τον κυνηγούσαν στην προηγούμενη ζωή του στις μεγαλουπόλεις.
Δέχθηκε λοιπόν και πήγε στο σπίτι της Λενιώς με τον παπά για να την συναντήσει. Εκεί ο νέος κοντοστάθηκε καθώς έκανε την εμφάνισή της η Λενιώ. Μαρμάρωσε από την ομορφιά της και τα κρυσταλένια μάτια της. Ο παπάς έκανε τις συστάσεις και όλα συμφωνήθηκαν γρήγορα και όμορφα.
Δούλευε ο νέος πολύ και βοηθούσε όπου μπορούσε την Λενιώ. Μιλούσε εκείνος για εκείνη όταν το είχε ανάγκη. Μα μεταξύ τους επικρατούσε πάντα η σιωπή. Ελάχιστα βλέμματα γεμάτα ερωτήσεις δίχως απαντήσεις.
Τις νύχτες ο νέος έπαιρνε το άλογο του στάβλου κι έφευγε και χανόταν μέσα στο δάσος. Η Λενιώ αναρωτιόταν συνεχώς μέσα της για το που μπορεί να πηγαίνει ο νέος κάθε νύχτα. Ώσπου, την επόμενη κιόλας, τον ακολούθησε κρυφά...
Προχωρούσε αργά για να μην ακουστεί θόρυβος κανείς. Το ήξερε καλά το δάσος και το περπατούσε αν ήθελε και με μάτια κλειστά. Καθώς βάδιζε, άκουσε ένα μελωδικό ψίθυρο σε ένα φεγγαροξέφωτο...
Ήταν το δικό της φεγγαροξέφωτο, η δική της κρυψώνα, το δικός της λοφάκι. Ξαφνιάστηκε πολύ μα δεν θέλησε να φανερωθεί ακόμη. Έβγαλε τα παπούτσια της τα σκληρά και βάδισε ξυπόλυτη αργά προς τον νέο. Τον άκουσε να ψιθυρίζει ένα τραγούδι άγνωστο και να κλαίει σχεδόν βουβά.
Ταράχτηκε η ψυχή της καθώς τον κοιτούσε τόσο λυπημένο μέσα στου φεγγαρόφως την αγκαλιά. "Γιατί τόση λύπη και τόση δυστυχία μέσα του...?" Αναρωτιόταν η Λενιώ...
Τον πλησίασε κι έκατσε δίπλα του χωρίς να τον κοιτάξει. Εκείνος διέκοψε το κλάμα του ξαφνιασμένος από την παρουσία της εκεί. Έπεσε σιωπή ανάμεσα τους... Αν μπορούσε κάτι να συναντηθεί, αυτές ήταν μόνο οι σκέψεις τους. Γεμάτες ερωτήσεις και παραξενιά...
Μαζί είδαν ένα πεφταστέρι, που φωτεινότερο ποτέ τα μάτια τους δεν είχαν ξαναδεί. Γύρισε ο νέος στην Λενιώ και της είπε: "Πρέπει να κάνεις μια ευχή Λενιώ. Μια ευχή που όμοια της δεν έχεις ξανακάνει. Να είναι μέσα από την καρδιά σου, κάτι που η ίδια ποθεί πραγματικά."
Η Λενιώ θυμήθηκε της Κασσιόπης τα λόγια καθώς της έδινε την τελευταία μαργαρίτα. Ένιωσε τότε την μαργαρίτα που, που είχε κρύψει στον κόρφο της, να την βαραίνει στην καρδιά. Ευχήθηκε λοιπόν, να βρεθεί κάποια στιγμή εκείνος που θα άξιζε να του χαρίσει την τελευταία μαργαρίτα και την ίδια της την καρδιά.
Την παρακολουθούσε ο νέος και κατάλαβε ότι η ευχή της Λενιώς ήταν δυνατή και δύσκολη πολύ. Ένιωσε τον πόνο μέσα της και την θλίψη που βάραινε την ανάσα της.
Έμειναν εκει για λίγο ακόμη κι έπειτα σηκώθηκαν να φύγουν. Ο νέος όμως δεν θέλησε να επιστρέψει τόσο σύντομα πίσω. Ανέβασε την Λενιώ στο άλογο, ανέβηκε κι εκείνος. Έτρεξαν μέσα στην νύχτα και στο Φεγγαρόφως στα λιβάδια και στους λόφους. Έτρεξαν, έτρεξαν... Και η Λενιώ, καθώς ο άνεμος χάϊδευε απαλά το πρόσωπο της, ένιωσε την καρδιά της να πιέζεται από μια περίεργη, ανεξήγητη ευτυχία.
Καιρό πολύ είχε να νιώσει τόσο όμορφα. Τα χέρια της αγκάλιαζαν γερά την μέση του νέου και το αίσθημα της απόλυτης ασφάλειας πλημύρισε μέσα της. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και ο νέος την ένιωθε να πλησιάζει τους δικούς του χτύπους.
Ο Έρωτας τους ήταν ακαριαίος και τα αστέρια φώτιζαν με όλη τους την δύναμη αυτή τη στιγμή των δύο νέων. Ο καλπασμός του αλόγου και η αύρα της νύχτας σκέπαζε γαλήνια κάθε τους φόβο, κάθε τους θλίψη και ανησυχία.
Οι μέρες περνούσαν μαγικά για τους δυο νέους που πλέον μοιράζονταν τα πάντα. Τα πάντα εκτός από την φωνή της Λενιώς που έμοιαζε να έχει χαθεί για πάντα.
Ερωτευμένοι από πάντα έμοιαζαν να είναι. Λες και τους το χρωστούσε η μοίρα να συναντηθούν. Μα η μοιρασιά της αγάπης τους έκρυβε 2 μυστικά. Ένα όπως είπαμε ήταν η φωνή της Λενιώς και το άλλο, το σκοτεινό παρελθόν του νέου.
Μια μέρα συννεφιασμένη... Έφτασαν στο χωριό κάποιοι ύποπτοι άνθρωποι. Γεμάτοι σκιά στα μάτια και γλώσσα βαριά. Έψαχναν έναν νέο... που είχε πράξει έγκλημα βαρύ στον τόπο που ζούσε κάποτε.
Είχε σκοτώσει κάποιον που έκανε κακό μεγάλο στους αγαπημένους του γονείς και τώρα ήταν φυγάς από την ίδια την ζωή. Όμως εκείνοι οι άνθρωποι που έφτασαν στο χωριό, σκοπό δεν είχαν να τον πιάσουν ζωντανό.
Μα το πολυμήχανο μυαλό και βλέμμα του νέου γρήγορα τους εντόπισε και γέμισε άγχος και φόβο μεγάλο. Όχι πια για τον εαυτό του και την φυγή αλλά για την ζωή του πια δίπλα στην Λενιώ.
Έπρεπε να της πει πλέον την αλήθεια κι αυτό είχε σκοπό καθώς πηγαινε να την βρεί στον μικρό του δάσους ποταμό. Μα καθώς την πλησίαζε με βήμα τρεμάμενο... γύρισε εκείνη με ένα χαμόγελο ζεστό κι έβγαλε από τον κόρφο της την χιλιοδακρυσμένη μαργαρίτα... Βρήκε επιτέλους την αγάπη στην καρδιά της και έπρεπε πλέον να την χαρίσει στον άνθρωπο που αγαπά αληθινά.
Πριν προλάβει να την βάλει στα χέρια του, εκείνος της εξήγησε όλο το συμβάν και ότι για λίγο καιρό έπρεπε να φύγει μέχρι να τον χάσουν ξανά οι κυνηγοί του.
Εκείνη σκοτείνιασε... Έχασε την ψυχραιμία της... Πίστεψε ότι την κορόϊδεψε κι εκείνος... Πέταξε κάτω την μαργαρίτα κι άρχισε να την τσαλαπατά... Κι αφού την τσάκισε από μίσος και από τον πόνο της μεγάλης προδοσίας... Έφυγε τρέχοντας προς το σπίτι της.
Ο νέος καθόταν ακίνητος και την κοίταζε να χάνεται από μπροστά του... Καθώς έβλεπε την μαργαρίτα να τσακίζεται στο χώμα, έτσι ένιωθε και την καρδιά του... Να τσακίζεται από πόνο και θλίψη...
Πέρασε η μέρα και έφτασε η νύχτα. Η νύχτα της μεγάλης δοκιμασίας... Ο νέος δεν έφυγε ποτέ. Παραμόνευε έξω από το σπίτι της Λενιώς και παρακολουθούσε τις πανούργες σκιές που περίμεναν την εμφάνισή του.
Με μεγάλη δεξιοτεχνία και μυστικότητα, ανέβηκε στο δωμάτιο της Λενιώς. Την πήρε με το ζόρι αγκαλιά και έτρεξαν μακριά. Τους κατάλαβαν τα "σκυλιά" της νύχτας και πίσως τους έτρεξαν με μανία να τους προλάβουν.
Μα το κυνηγητό έδειχνε να τελειώνει άδοξα καθώς ο νέος και η Λενιώ στάθηκαν στο αδιέξοδο που οδηγούσε στην μεγάλη χαράδρα. Διαφυγή καμιά... Ήξερε καλά ο νέος ότι θα τον πιάσουν και θα κάνουν κακό και στην Λενιώ. Της εξήγησε τα πάντα και πως η αγάπη του για εκείνη είναι πέρα για πέρα αληθινή. Έβγαλε από την τσέπη του τότε την μαργαρίτα της Λενιώς και τσακισμένη πια δεν ήταν. Κανένα πέταλο της δεν έλειπε, όλα ήταν στην θέση τους.
Η Λενιώ το πήρε στα χέρια της αλλά κρατούσε και το χέρι του νέου και τότε... "Σ'αγαπώ..." ψέλλισαν τα χείλη της... Για πρώτη φορά από τα παιδικά της χρόνια μέχρι τώρα η Λενιώ ξανάβγαλε φωνή... "Αν είναι να χαθείς, ας χαθούμε μαζί..."¨
Αγκαλιάστηκαν οι δύο νέοι κι ένωσαν τα χείλη τους με πάθος σαν να ήταν η τελευταία φορά. Οι σκιές των κυνηγών ήταν πια κοντά, πολύ κοντά και διαφυγή δεν υπήρχε καμιά. Πυροβολισμοί στον αέρα δήλωναν το άδοξο τέλος τους...
Οι νέοι όμως τέτοιο τέλος δεν το ήθελαν. Θα είχαν ένα τέλος άξιο της αγάπης τους, όπως στα παραμύθια. Πιάστηκαν από τα χέρια και άλμα μεγάλο στο κενό τους έστειλε το τέρμα της χαράδρας για να βρούν.
Μα Θεία παρέμβαση έκανε και πάλι η όμορφη Κασσιόπη και από της χαράδρας τις σκιές τους άρπαξε πριν το τέρμα της να βρούν. Και τους έκρυψε στον ουρανό, πίσω της. Αστερισμό τους έκανε και τους έβαλε να ζουν εκεί για πάντα μαζί.
Οι μανιασμένοι κυνηγοί μπερδεύτηκαν και έχασαν το λίγο φως τους μέσα στην νύχτα... Και η πεινασμένη χαράδρα τους καλοδέχτηκε στην άγρια αγκαλιά της. Και ποτέ δεν τους φανέρωσε για να μην υπάρξει κίνδυνος ξάνά. Ούτε οι ψυχές τους προς τον ουρανό να μη μπορέσουν και κοιτάξουν, μη τυχόν και δουν τον νέο και τη Λενιώ.
Αν λοιπόν προσέξετε τον νυχτερινό ουρανό θα δείτε πίσω από την Κασσιόπη τον ομορφότερο από όλους τους αστερισμούς. Ένα ζευγάρι αγκαλιά και στην μέση να λάμπει πιο φωτεινά από κάθε άλλο αστέρι μια μαργαρίτα.
Η τελευταία μαργαρίτα του λιβαδιού...
Κι αν αφεθείς μέσα στης νύχτας την σιωπή, θα ακούσεις μια αιθέρια φωνή να ψιθυρίζει... "Μ'αγαπά, δεν μ'αγαπά. Μ'αγαπά, δεν μ'αγαπά..." Και πάντα τελειώνει στο "Μ'αγαπά". Και τότε λάμπουν όλα τα αστέρια από χαρά, τόσο δυνατά που νομίζεις ότι πλησιάζουν στην γη.
Και ζήσαμε εμείς καλά κι εκείνοι.... για πάντα!
Υ.Γ. Ευχαριστώ πολύ την Μενεξεδιά για την ιστορία της μαργαρίτας..:)