31 Δεκεμβρίου 2009

Καλή Πρωτοχρονιά


Ένας  καινούργιος  χρόνος.
Τι  μας  περιμένει?
Τι  θα μας φέρει?
 Όνειρα?
 Φλοδοξίες?
 Έρωτες?
Αινίγματα?.....

"Τασος  Λειιβαδίτης"

Απόγευμα πρωτοχρονιάς ψυχή στους δρόμους.
Μονάχα κάτι γκρίζο παλαιό καινούργιου χρόνου…

Απόγευμα πρωτοχρονιάς ψυχή στους δρόμους
μόνο κλειστά μεγάλα γκρίζα παράθυρα
κι ένα φτωχό χιονόνερο που ζητιανεύει χιόνι.



Κικής Δημουλά-"το κοριτσάκι με τα σπίρτα"


Σε λίγες ώρες ο παλιός χρόνος, θα παραδώσει την σκυτάλη στον καινούριο..άλλος ένας χρόνος θα πάει να συναντήσει αυτούς που πέρασαν..και είναι τόσοι πολλοί!! Κι'εμείς θα υποδεχτούμε το 2010 με ευχές,και με την ελπίδα να είναι μια καλή χρονιά.
 
  Η νέα χρονιά ας φέρει Υγεία και Αυτογνωσία. Αγάπη προς τον καθένα και Ειρήνη σε όλον τον κόσμο.

Καλή  Πρωτοχρονιά! 

19 Δεκεμβρίου 2009

Φίλε μου..


Φίλε μου..
 
Δεν Μπορώ ν σου δώσω λύσεις για όλα
τα προβλήματα της ζωή σου, ούτε έχω απαντήσεις
για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου,
μπορώ όμως να σ’ ακούσω και να τα μοιραστώ μαζί σου.

Δεν μπορώ ν’ αλλάξω το παρελθόν ή το μέλλον σου.
Όμως όταν με χρειάζεσαι,θα είμαι εκεί μαζί σου.

Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματά σου.
Μόνο μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου,
να κρατηθείς και να μη πέσεις.

Οι χαρές σου,Οι θρίαμβοι και οι επιτυχίες σου δεν είναι δικές μου.
Όμως ειλικρινά απολαμβάνω να σε βλέπω ευτυχισμένο. 
 
Δεν κρίνω τις αποφάσεις που παίρνεις στη ζωή σου.
Αρκούμαι να σε στηρίξω να σου δίνω κουράγιο
και να είμαι πάντα δίπλα σου όποτε το θελήσεις.

Δεν μπορώ να περιορίσω μέσα σε όρια αυτά που πρέπει να πραγματοποιήσεις,
Όμως θα σου προσφέρω τον ελεύθερο χώρο που χρειάζεσαι για να μεγαλουργήσεις

Δεν μπορώ να αποτρέψω τις οδύνες σου,όταν κάποιες θλίψεις
σου σκίζουν την καρδιά,όμως μπορώ να κλάψω μαζί σου
και να μαζέψω τα κομμάτια,για να τη φτιάξουμε ξανά δυνατή.

Δεν μπορώ να σου πω ποιος είσαι ούτε ποιος πρέπει να γίνεις.
Μόνο μπορώ να σ΄ αγαπώ όπως είσαι
Και να είμαι φίλος σου.

Αυτές τις μέρες σκεφτόμουν
τους φίλους μου και τις φίλες μου,
δεν ήσουν πάνω ή κάτω ή στη μέση.

Δεν ήσουν πρώτος ούτε τελευταίος στη λίστα.
Δεν ήσουν το νούμερο ένα ούτε το τελευταίο.

Να κοιμάσαι ευτυχισμένος.Να εκπέμπεις αγάπη.
Να ξέρεις ότι είμαστε εδώ περαστικοί.
Ας βελτιώσουμε τις σχέσεις μας.

Να αρπάζουμε  τις ευκαιρίες.
Να ακούμε την καρδιά μας.
Να εκτιμούμε τη ζωή.

Πάντως δεν έχω την αξίωση να είμαι
ο πρώτος,ο δεύτερος  ή ο τρίτος στη λίστα σου.
Μου  Αρκεί που με θέλεις σαν Φίλο.
Ευχαριστώ που είμαι.
 
Μην περπατάς μπροστά μου, μπορεί να μην σε ακολουθήσω.. Μην περπατάς πίσω μου μπορεί να μην σε οδηγήσω.. Απλώς περπάτα δίπλα μου και γίνε φίλος μου“ "Αlbert Camus"

Υ.Γ. Μετά απο αρκετή προσπάθεια,διότι οι περισσότερες εικόνες υπήρχαν στο αρχείο μου σαν παρουσίαση,(και εδώ, πρέπει να ομολογήσω ότι κατά καιρούς μου έχουν σταλεί καταπληκτικά mail  που τα έχω φυλάξει) αποφάσισα  κάποια να τα επεξεργαστώ,(τρομάρα μου)και να τα μοιραστώ μαζί σας..Δεν περίμενα όμως ότι το "μαγείρεμα" αυτο θα  ήταν τόσο περίπλοκο..ώρες τώρα παιδεύομαι!
Πιστεύω κάτι κατάφερα  :)..
Ανάρτηση αφιερωμένη στους αγαπημένους μου φίλους, μα και στους δικούς σας...γιατί οι φίλοι μας,είναι πολύτιμοι!

14 Δεκεμβρίου 2009

Οι χαμένες μέρες..



Μερικές μέρες μετά την αγορά της πολυτελούς έπαυλης, ο Έρνεστ Καζίρα επιστρέφοντας σπίτι διέκρινε από μακριά κάποιον άνδρα με ένα κιβώτιο στους ώμους να βγαίνει από την παράπλευρη πορτούλα του περίβολου και να φορτώνει το κιβώτιο σε ένα φορτηγό.Δεν τον πρόλαβε πριν φύγει κι έτσι τον ακολούθησε με το αυτοκίνητο. Το φορτηγό διέσχισε αρκετό δρόμο, ως την άκρη της πόλης, και σταμάτησε στο χείλος μίας χαράδρας.
Ο Καζίρα βγήκε από το αυτοκίνητο και πήγε να δεί. Ο άγνωστος ξεφόρτωσε το κιβώτιο από το φορτηγό και, αφού προχώρησε λίγο μπροστά, το έριξε στον γκρεμό, που ήταν γεμάτος από χιλιάδες παρόμοια κιβώτια.
Πλησίασε τον άνδρα και τον ρώτησε: «Σε είδα να βγάζεις εκείνο το ξύλινο κιβώτιο έξω από τον κήπο μου. Τι είχε μέσα; Και τι είναι όλα αυτά τα κιβώτια;»
Εκείνος τον κοίταξε και χαμογέλασε: «Έχω κι άλλα μες στο φορτηγό να πετάξω. Δεν ξέρεις; Είναι οι μέρες».
«Ποιες μέρες;»
«Οι δικές σου.»
«Οι δικές μου;»
«Οι χαμένες σου μέρες. Οι μέρες που έχεις χάσει. Τις περίμενες, έτσι δεν είναι; Ήρθαν. Τι τις έκανες; Κοίταξε τες, άθικτες, ακόμη γεμάτες. Και τώρα…»
Ο Καζίρα τις κοίταξε. Σχημάτιζαν έναν ατελείωτο σωρό. Κατέβηκε την πλαγία του γκρεμού και άνοιξε μία.
Μέσα υπήρχε ένα φθινοπωρινός δρόμος και στο βάθος η μνηστή του, η Γκρατσιέλα, που έφευγε για πάντα. Κι εκείνος ούτε καν τη φώναζε.
Άνοιξε μια δεύτερη. Υπήρχε ένας θάλαμος νοσοκομείου και στο κρεβάτι ο αδερφός του Τζοσουέ, που ήταν άρρωστος και τον περίμενε. Αλλά αυτός έτρεχε για δουλειές.
Άνοιξε μια Τρίτη. Στο κιγκλίδωμα του παλιού, φτωχού σπιτιού στεκόταν ο Ντούκ, το πιστό μαντρόσκυλο που τον περίμενε για δύο χρόνια, με τα κόκαλα να φαίνονται κάτω απ’ το συρρικνωμένο του δέρμα. Και αυτός ούτε που το διανοούνταν να επιστρέψει.
Ένιωσε να τον καταβάλει κάτι, που το αισθανόταν από το στόμα ως το στομάχι. Ο άντρας που ξεφόρτωνε τα κιβώτια ήταν όρθιος στην άκρη του γκρεμού, ακίνητος σαν δήμιος.
«Κύριε!» φώναξε ο Καζίρα. «Ακούστε με. Αφήστε με να πάρω μαζί μου τουλάχιστον αυτές τις τρεις μέρες. Σας ικετεύω. Μόνο αυτές τις τρεις. Είμαι πλούσιος. Θα σας δώσω ό,τι ζητήσετε»
Ο άνδρας έκανε μια χειρονομία με το δεξί του χέρι, σαν να έδειχνε ένα απρόσιτο σημείο, σα να ‘λεγε ότι ήταν πολύ αργά κι ότι καμία θεραπεία δεν είναι πλέον εφικτή. Ύστερα χάθηκε και με μιάς χάθηκε ακόμη κι ο γιγαντιαίος σωρός με τα μυστηριώδη κιβώτια.

Έπεφτε η νύχτα και οι σκιές της.

Ντίνο Μπουτζάτι

1 Δεκεμβρίου 2009

Oι Τρείς γέροι...


Τρείς γέροι...

Μια γυναίκα φρόντιζε τον κήπο του σπιτιού της, όταν ξαφνικά βλέπει τρεις γέροντες, φορτωμένους με τις εμπειρίες της ζωής, να την πλησιάζουν στην είσοδο του σπιτιού .


Παρ'όλο που δεν τους γνώριζε, τους είπε:

 Δεν σας γνωρίζω, όμως πρέπει να πεινάτε. Περάστε, αν θέλετε, να φάτε κάτι.

Αυτοί την ρωτάνε:

- Ο άντρας σου είναι στο σπίτι;

- Όχι, δεν είναι εδώ, απάντησε εκείνη.

- Τότε δεν μπορούμε να έρθουμε, της λένε οι γέροντες.

Όταν επιστρέφει ο σύζυγος, η γυναίκα του περιγράφει το περιστατικό.

- Ας έρθουν τώρα που επέστρεψα! ........

Η γυναίκα βγαίνει έξω να προσκαλέσει ξανά τους γέροντες στο τραπέζι, μιας και ήταν ακόμη εκεί.

- Δεν μπορούμε να έρθουμε όλοι μαζί, της λένε οι τρεις γέροντες.

Η γυναίκα, έκπληκτη, τους ρωτά γιατί !

Ο πρώτος, λοιπόν, από τους τρεις της εξηγεί ξεκινώντας να της συστήνεται:

Είμαι ο Πλούτος, της λέει.

Της συστήνει, μετά, τον δεύτερο που είναι η Ευτυχία.

Και, τέλος, τον τρίτο που είναι η Αγάπη.

Τώρα, της λένε, πήγαινε στον άντρα σου και διαλέξτε ποιος από τους τρεις μας θα έρθει να φάει μαζί σας.

Η γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι και διηγείται στον άντρα της αυτά που της είπαν οι γέροντες.

Ο άντρας ενθουσιάζεται και λέει:

-Τι τυχεροί που είμαστε! Να έρθει ο Πλούτος! Έτσι θα έχουμε όλα όσα επιθυμούμε!

Η σύζυγός του όμως δε συμφωνούσε:

-Και γιατί να μην έχουμε τη χαρά της Ευτυχίας;

Η κόρη τους που άκουγε από μια γωνιά, τότε, τους λέει:

-Δε θα'ταν καλύτερα να καλούσαμε την Αγάπη; Το σπίτι μας θα είναι πάντα γεμάτο αγάπη!

-Ας ακούσουμε αυτό που λέει η κόρη μας, λέει ο σύζυγος στη γυναίκα του.

-Πήγαινε έξω και πες στην Αγάπη να περάσει στο σπιτικό μας.

Η γυναίκα βγαίνει έξω και ρωτά:

-Ποιος από εσάς είναι η Αγάπη; Ας έρθει να δειπνήσει μαζί μας.

Η Αγάπη τότε ξεκινά να προχωρά προς το σπίτι...

...και οι δύο άλλοι να την ακολουθούν!

Έκπληκτη η γυναίκα, ρωτά τον Πλούτο και την Ευτυχία:

-Εγώ κάλεσα μόνο την Αγάπη. Γιατί έρχεστε κι εσείς;!;!;

Και απαντούν κι οι τρεις γέροντες μαζί:

- Αν είχες καλέσει τον Πλούτο ή την Ευτυχία, οι άλλοι δύο θα έμεναν απ'έξω. Τώρα όμως που κάλεσες την Αγάπη... όπου πάει η Αγάπη, πάμε κι εμείς μαζί της!

Δεν έχει σημασία πού! Όπου υπάρχει Αγάπη, θα υπάρχει επίσης  Πλούτος κι Ευτυχία!

14 Νοεμβρίου 2009

Το δελφίνι και ο γλάρος

Ήταν πολλές οι φορές,που, βλέποντας κάποιο δελφίνι, να κάνει μακροβούτια στον βυθό της θάλασσας και έπειτα να βγαίνει όλο νάζι στην επιφάνεια της,το ζήλεψα.. και δεν σάς κρύβω,πως κάθε που έβλεπα αυτο το θέαμα,ήθελα να το ρωτήσω : -πέσμου τι γίνεται εκεί κάτω?..πόσο όμορφα είναι?.....και αλήθεια δεν φοβάσαι το σκοτάδι?
Και άλλες τόσες φορές ζήλεψα τους γλάρους..που πετάνε ελεύθερα και όπου τους βγάλει..
Διάβασα ,τυχαία , σήμερα ενα απόσπασμα για ένα δελφίνι, που ζούσε μέσα στη θάλασσα και που θαύμαζε και χαιρόταν τις ομορφιές της!
Αν και ζούσε ευτυχισμένο το δελφίνι μας, υπήρχαν φορές που στεναχωριόταν.. θα ήθελε να μπορούσε να θαυμάσει και τον ουρανό,να μπορούσε να δεί τον ήλιο,τα αστέρια..
Δεν μπορούσε να απολαύσει το πέταγμα, να μυρίσει τη βροχή, και να αναρωτηθεί που φτάνει το ουρανιο τόξο..μιας και δεν το είχε συναντήσει ποτέ του!
Έτσι έβλεπε τους γλάρους να πετούν και ζήλευε γιατί δεν είχε τη δυνατότητα να χαρεί τον ουρανό όπως χαιρόταν τη θάλασσα και να τον γνωρίζει το ίδιο καλά μ'αυτούς!
Αφού το σκέφτηκε κάποιες μέρες, άρχισε να αναζητά τη φιλία ενός γλάρου.
Έτσι δεν άργησε να γίνει φίλος με έναν γλάρο που όχι μόνο δέχτηκε την φιλία του,μα πρότεινε στο δελφίνι,όσο θα ζουν να περιγράφουν ο ένας στον άλλον ότι όμορφο βλέπουν..ο ενας απο τον ουρανό και ο άλλος απο τον βυθό της θάλασσας..γιατί και ο γλάρος ένιωθε το ίδιο με το δελφίνι μας,δεν ειχε νιώσει ποτέ την μαγεία της θάλασσας , ένιωθε οτι ποτέ δεν θα είναι απόλυτα ικανοποιημένος απο τη ζωή του, αφου δεν μπορεί να δεί όλες τις ομορφιές που υπήρχαν γύρω του.

Με τη φιλία τους όμως, έγιναν και οι δυό ευτυχισμένοι.
Δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα πιά,είχαν ο ένας τον άλλον.

Γιατί...όταν δύο ήλιοι συναντιούνται τότε δύο κόσμοι ενώνονται για πάντα.

...θα πρέπει να μοιάζει πανέμορφος από 'κει ψηλά...
- Ναι, πράγματι... Κοίταξε το νερό.
- ...Τι συμβαίνει κάτω, πολύ χαμηλότερα από εδώ; Είναι παντού το ίδιο σκοτεινά; Τι
γίνεται ο ήλιος που βυθίζεται;
- Δεν ξέρω. Παντού όμως υπάρχει σκοτάδι. Κανένα φως...
- Αλήθεια;
Δεν υπάρχει ούτε φεγγάρι στον κόσμο σου; Αστέρια τουλάχιστον;
Απάντησε κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του. Ο ήλιος πέρα στη δύση ήταν έτοιμος να
αγγίξει τη θάλασσα. Γύρισε προς το γλάρο.
- Πέτα... Σε παρακαλώ, πέταξε και πες μου πώς φαίνεται τώρα από εκεί πάνω.
Ανέβηκε στον ουρανό για να ξαναπλησιάσει σε λίγο το ανυπόμονο δελφίνι.
- Από ψηλά είναι σαν δύο ήλιοι να συναντιούνται στην άκρη του ορίζοντα. Αυτός που
βλέπεις καθαρά και ένας άλλος παρόμοιος, κατακόκκινος, που επιπλέει για λίγο στο νερό.
Που στη συνέχεια μοιάζει σχεδόν να διαλύεται στο χρώμα της θάλασσας.
Το δελφίνι άρχισε να πηδά όσο το δυνατόν ψηλότερα, αναζητώντας τον «άλλο» ήλιο.
- Δεν τον βλέπω... Δεν τον βλέπω καθόλου...
Παρατηρούσε ένα πλάσμα να προσπαθεί να δει τον κόσμο με τον τρόπο που τον έβλεπε
εκείνος. Ένα πλάσμα που έβλεπε έναν κόσμο που εκείνος δε μπορούσε να δει.
«Μη στεναχωριέσαι»,του είπε τότε.«Θα σου λέω εγώ τι βλέπω.»«Εγώ θα πετώ για σένα....»
Μιας στιγμής σιωπή ακολούθησε. Κύκλοι νερού άνθιζαν αργά μπροστά από δύο ήλιους που
ενώνονταν πριν να χαθούν.
- Κι εγώ θα κολυμπώ για σένα...
Εκεί, καθώς ο ένας ήλιος διείσδυε όλο και περισσότερο στον άλλο, κλεινόταν η πιο
όμορφη, η πιο παράξενη συμφωνία στην ιστορία των δύο κόσμων.
Ένας καινούργιος ήλιος φαινόταν τώρα, γέννημα μιας απρόσμενης συνάντησης.
Κι έτσι όπως ταίριαζαν τα δύο κομμάτια του, δε μπορούσες πια να πεις με σιγουριά ποιο
τμήμα του ανήκε στον ουρανό, και ποιο στη θάλασσα.
Ποιος ήλιος αντικατόπτριζε ποιόν......Δεν υπήρχε, ωστόσο, άλλο δελφίνι που να ήξερε
όσα εκείνος.Για καρπούς, δένδρα και λουλούδια. Για λίμνες και ποτάμια.
Για καταρράχτες, φωτιές και ηφαίστεια, γκρεμούς και φαράγγια. Για τις εποχές, τη
βροχή και τα χιόνια. Για τα σύννεφα. Για την ξηρά, τα νησιά και τη θάλασσα όταν πετάς
ψηλά. Για την αίσθηση να πετάς. Δεν υπήρχε άλλος γλάρος που να ήξερε όσα εκείνος.
Για σφουγγάρια, κοράλλια και όστρακα. Για το βυθό. Για δίνες και θαλάσσια ρεύματα.
Για ψάρια και κήτη. Για ναυάγια. Για σπηλιές και βάραθρα. Για την αίσθηση να
κολυμπάς. Το συναίσθημα να πετάγεσαι ψηλά στον αέρα.Δεν υπήρχε άλλο δελφίνι και
άλλος γλάρος που να ήξεραν τόσα για τον ίδιο τους τον κόσμο. Είχαν μάθει γι' αυτόν
προσπαθώντας να μάθουν ο καθένας για τον κόσμο του άλλου...

"Το δελφίνι και ο γλάρος"
Συλλογικό έργο

Αν συναντήσετε κάποιον γλάρο να πετάει προς τα δώ..πείτε του να μη φύγει..θέλω κάτι να του πώ...

27 Οκτωβρίου 2009

To Αηδόνι του Αυτοκράτορα

"Στο ωραιότερο παλάτι του κόσμου,κάπου στην Κίνα,ζεί ένας μελαγχολικός αυτοκράτορας.
Το παλάτι του, είναι φτιαγμένο από πορσελάνη,μα,παρ' όλη την ομορφιά του παλατιού, ο αυτοκράτορας μας,συνεχίζει να ζεί μέσα στην μελαγχολία.
Κάποιο βράδυ,ένα αηδόνι μαγεμένο απο την ομορφιά του παλατιού,άρχισε να τραγουδάει στον κήπο του.
Αυτό γινόταν κάθε βράδυ..το εξαίσιο κελάηδημά του, έφερνε δάκρυα στα μάτια σε όποιον το άκουγε.
Τραγουδούσε για την αγάπη, την ειρήνη, τις ομορφιές της φύσης και της μάνας γης.

Μαγεμένος από το τραγούδι του, ο αυτοκράτορας άρχισε να χαμογελά και πάλι..αποφασίζει να φυλακίσει το αηδόνι..κι έτσι διατάζει να κλείσουν το αηδόνι σε ένα κλουβί, αφήνοντάς το όμως ελεύθερο, δύο φορές την ημέρα και μία τη νύχτα.
Όλη η χώρα μιλούσε για το όμορφο αηδόνι και τη μαγική φωνή του.
Η φήμη του αηδονιού, μάλιστα, ξεπέρασε τα σύνορα της Κίνας και ταξίδεψε και σε άλλες χώρες.

Κάποια μέρα, ο αυτοκράτορας δέχεται ένα δώρο. Είναι ένα μηχανικό αηδόνι, τόσο όμορφο όσο και το αληθινό, που τραγουδάει το ίδιο μαγικά με το αληθινό και είναι στολισμένο με διαμάντια, ρουμπίνια και ζαφείρια. Ένα σημείωμα πάνω στο δώρο έγραφε: «Το αηδόνι του αυτοκράτορα της Κίνας δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτό του αυτοκράτορα της Ιαπωνίας».

Ο αυτοκράτορας βάζει τα δύο πουλιά να τραγουδήσουν μαζί.
Φυσικά, αυτό δεν γινόταν αφού το αληθινό τραγουδούσε με φυσικό τρόπο.
Το μηχανικό, αντίθετα, τραγουδούσε συνέχεια, χωρίς σταματημό.
Έτσι ο Αυτοκτράτορας κράτησε το μηχανικό αηδόνι,και άφησε ελεύθερο το άλλο.
Στενοχωρημένο, το αληθινό αηδόνι επέστρεφε, χωρίς να το αντιληφθούν οι αυλικοί, στον κήπο.
O αυτοκράτορας θυμωμένος το εξόρισε από τη χώρα, ενώ την επομένη κιόλας παρουσίασε το μηχανικό αηδόνι στο λαό.

Ένας χρόνος πέρασε έτσι, όταν μια μέρα το μηχανικό αηδόνι χάλασε.
Ο αυτοκράτορας αρρώστησε βαριά, χωρίς τη μουσική που τόσο αγαπούσε.
Πέρασαν άλλα πέντε χρόνια, κι ο Θάνατος ήρθε να τον πάρει, θυμίζοντάς του ταυτόχρονα ό,τι καλό και κακό είχε κάνει.
Τότε, ακούστηκε ένα όμορφο τραγούδι απ' έξω. Ήταν το αληθινό αηδόνι που ήρθε να του δώσει ελπίδα. Ο Θάνατος έφυγε κι ο αυτοκράτορας έγινε καλά. Από τότε, κάθε βράδυ το αηδόνι τραγουδά έξω απ' το παράθυρό του"..


Γραμμένο πριν από ενάμισι αιώνα, το παραμύθι του Χ.Κ. Άντερσεν «Ο Αυτοκράτορας και το αηδόνι» ή «Το αηδόνι του Αυτοκράτορα», συνεχίζει να συναρπάζει μικρούς και μεγάλους με την αριστοτεχνική γραφή και τα οικουμενικά μηνύματά του.
Σε μια εποχή που επιστήμη και τεχνολογία καλπάζουν με ένα ξέφρενο ρυθμό, που οι μηχανές και τα κομπιούτερ τείνουν να «εξαφανίσουν» τον άνθρωπο, που ο ορθολογισμός και ο τεχνολογικός προγραμματισμός έχουν παραμερίσει την ανθρώπινη σκέψη και το συναίσθημα, το έργο του Χ. Κ. Άντερσεν «Το αηδόνι του αυτοκράτορα» παρόλο που αναφέρεται στον 16ο αιώνα, αντιστέκεται σ` όλο αυτό το παραλογισμό, λέγοντας μας ξεκάθαρα, ότι δεν μπορεί ένα ψέμα, όσο φανταχτερό κι αν είναι να καλύψει την αλήθεια. Ούτε μια κατασκευή όσο τέλεια κι αν είναι να αντικαταστήσει τη ζωή.

21 Οκτωβρίου 2009

Το Παραμύθι Μιας Αγάπης


Μια φορά κι ένα καιρό, σε μια μεγάλη σκοτεινή σπηλιά, στη κορυφή του πιο ψηλού βράχου, ζούσε μόνο κι έρημο, ένα μικρό κερί. Ένα κερί σβηστό, που μέτραγε τις μέρες της ύπαρξής του.

«Μα τι κάνω εγώ εδώ μόνο μου» αναρωτιόταν. «Έτσι σβηστό που είμαι, πόσο πολύ κρυώνω! Πόσο πολύ φοβάμαι και πόσο άχρηστο νιώθω. Μια σκοτεινή κουκίδα μέσα σε τούτη τη σπηλιά».

Κι ο χρόνος περνούσε και το κερί μετρούσε τις μέρες της ανούσιας, σκοτεινής ζωής του..

Μια μέρα, άνεμος δυνατός φύσηξε έξω από τη σπηλιά και στο πέρασμά του παράσερνε ό,τι μικρό κι αδύναμο υπήρχε. Φτερά από πουλιά που είχαν την φωλιά τους στην βάση του βράχου, ξερά φύλλα και κλαδιά, σπόρους από λουλούδια εξωτικά κι ένα... σπίρτο, ένα τόσο δα μικρό σπίρτο, ψηλόλιγνο και γυαλιστερό, με κόκκινο, αστραφτερό καπέλο, στο μικρό του κεφάλι!
Με το δεύτερο φούυυυυυυυ του άνεμου, το σπίρτο απογειώθηκε και με δύναμη παρασύρθηκε μέσα στη σκοτεινή σπηλιά. Έπεσε με δύναμη κάτω στο τραχύ έδαφος και... Ωχ!!!
-«Μα που βρίσκομαι» είπε με τη τσιριχτή φωνή του.

Στην αρχή δυσκολεύτηκε στο σκοτάδι, αλλά σα σπίρτο που ήταν έστω και σβηστό, σύντομα συνήθισε να βλέπει ακόμα και μέσα στο σκοτάδι.

-«Αμάν»! είπε... «Τι είσαι εσύ»;
-«Δε με βλέπεις?» είπε το κερί με τη παραπονιάρικη φωνή του..«Είμαι ένα κερί»!
Και να που ακόμα και τ' αταίριαστα μπορούνε να ταιριάξουν...
Εκεί μέσα στην ερημιά, την υγρασία και το σκοτάδι της σπηλιάς, το κερί και το σπίρτο ενώσανε τη μοναξιά και το κοινό τους πρόβλημα.
Ήταν και τα δύο σβηστά, έρημα, μόνα και παραμελημένα μέσα σε τούτη τη σκοτεινή, άψυχη σπηλιά.
Το σπίρτο τέντωνε το λυγερό κορμί του κι ακουμπούσε πάνω στο κερί και το κερί έκανε νάζια και καμώματα.
Τώρα οι ελπίδες να φτάσουνε στο όνειρο, όλο και μεγάλωναν.
Το όνειρό τους; Μια μικρή φλόγα.
Mια μικρή φλόγα που θα τα φωτίσει και τα δυό, θα τα ζεστάνει και θα τα αφήσει να κοιταχτούνε στα μάτια.
-«Μα θέλω να δω τα μάτια σου», είπε το σπίρτο στο κερί.
-«Μα θέλω να νιώσω τη ζεστασιά σου», είπε το κερί στο σπίρτο.
Και τότε τρόμαξαν...
-«Αν ανάψω καλή μου θα καώ»! είπε το σπίρτο,«και καλά να καεί μόνο το κόκκινο σκουφί μου, θα είμαι ένα ακόμα άσχημο, μισοκαμένο σπίρτο... Μα αν καώ εντελώς, τι θα απογίνω; Θα προλάβω τουλάχιστον να δω τα μάτια σου»;
-«Κι αν ζεσταθώ» είπε το κερί, «θα λιώσω... Κι αν λιώσω θα γίνω άσχημο και κακοφτιαγμένο! Θα έχω προλάβει να χαρώ τουλάχιστον τη ζέστη σου»;

Μέρα τη μέρα, το κερί και το σπίρτο, αγαπιόντουσαν όλο και πιο πολύ κι η αγάπη τους δυνάμωνε!
Μέσα στη σκοτεινή σπηλιά, λουλούδια φυτρώσανε, γιατί η αγάπη είναι ένα λουλούδι, που όπου γεννιέται δίνει χρώμα, άρωμα κι ομορφιά.
Κι οι μέρες περνούσαν. Το κερί και το σπίρτο σφιχταγκαλιασμένα, περιμένανε καρτερικά τη συνέχεια του έρωτά τους.
Και ήρθε το καλοκαίρι... Έξω από τη σπηλιά, έφτασε η αφόρητη ζέστη...
Το δάσος γύρω από το βράχο, συχνά γέμιζε από γέλια, τραγούδια, φωνές μικρών και μεγάλων.
Το κερί και το σπίρτο αγκαλιάζονταν τρομαγμένα και περίμεναν, όλο περίμεναν κι αγαπιόντουσαν, κάθε μέρα και πιο πολύ κι ας μην είχε δει τα μάτια του σπίρτου, το κερί κι ας μην είχε νιώσει τη ζεστασιά του κεριού, το σπίρτο!
Ο έρωτάς τους, μια μικρή τραγωδία, σαν όλους τους ανικανοποίητους έρωτες, που γεννιούνται και μένουνε πάντα στ' όνειρο...
Ώσπου μια μέρα, μια παρέα εκδρομείς, -έτσι τους λέγαν όλους αυτούς τους εισβολείς του δάσους-, πήρανε τα γέλια, τα τραγούδια και τις φωνές τους μακριά, αλλ' αφήσανε μια μικρή σπίθα... μια τόση δα μικρή σπίθα φωτιάς, να σιγοκαίει, εκεί κάτω από τα ξερά κλαδιά που είχαν ανάψει για να μαγειρέψουνε.
-«Συμφορά»! Φωνάζανε πουλιά και ζώα που περνάγανε τρομαγμένα τρέχοντας,έξω από τη σπηλιά. «Συμφορά! Φωτιά! Φωτιά... θα καούμε»!
-«Ακούς»; είπε το σπίρτο στο κεράκι...
-«Ακούς; Θα καούμε»! είπανε και τα δυο με μια φωνή, γεμάτη έρωτα!
-«Δε φοβάμαι να καώ απ' αγάπη», είπε το σπίρτο στο κερί...
-«Δε φοβάμαι να λιώσω απ' αγάπη», είπε το κερί στο σπίρτο!
Ένα κερί κι ένα σπίρτο, τρελά από έρωτα τραγουδάγανε τη φλόγα που ερχόταν...
-«Έλα»! της έλεγαν, «έλα! Σε περιμένουμε»!
-«Θα μ' αγαπάς αν καώ κι ασχημύνω, χωρίς το κόκκινο σκουφί μου»; Είπε το σπίρτο στο κερί.
-«Θα μ' αγαπάς αν λιώσω και χάσω το σχήμα μου»; Είπε το κερί στο σπίρτο.
Κι η φλόγα ερχόταν όλο και πιό κοντά...
Κι η φλόγα έφτασε στο κατώφλι της σπηλιάς και δίσταζε να μπει μέσα, μη χαλάσει την ομορφιά που διαισθάνθηκε!
-«Έλα»! της φωνάζανε και τα δυο, με μια φωνή!
Κι η φλόγα έστειλε μέσα στη σπηλιά, τη πιο μικρή της κόρη!
Μια σπίθα τόση δα, που μπήκε τσαχπίνικα και ναζιάρικα από την είσοδο της σπηλιάς. Φφφσσσσσσσσσσσττττττττττττττ !
Το σπίρτο, τέντωσε το λυγερό κορμί του, για να καλωσορίσει τη σπίθα.
Το κόκκινο σκουφί του τυλίχτηκε στις φλόγες.
-«Αγάπη μου» είπε στο κερί, «καίγομαι για σένα... Αγάπη μου, να δω τα μάτια σου κι ας καώ»!
Το γυαλιστερό κόκκινο σκουφί, ακούμπησε πάνω στο φιτίλι καθώς έσκυψε για να δει καλύτερα.
-«Αγάπη μου» είπε το κερί στο σπίρτο, «άσε με να νιώσω τη ζεστασιά σου κι ας λιώσω»!
Το σπίρτο και το κερί, κάηκαν μαζί...
Μια μάζα ενωμένη στο χρόνο και στο χώρο αιώνια...
Το κερί και το σπίρτο που λιώσαν απ' αγάπη κι έφτασαν στο δικό τους όνειρο...

Y.g. Διαβάζοντας τούτο το πολύ όμορφο παραμύθι δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ και να μη σταθώ λιγάκι παραπάνω σε κείνη την ξεχασμένη σπίθα..
Αυτη η αγάπη ολοκρηρώθηκε χάρη σε μια μικρή, ξεχασμένη σπίθα,μια σπίθα που με τόση λαχτάρα περίμεναν για να ενωθούν στο χρόνο και στο χώρο αιώνια οι δυο ερωτευμένοι μας,μα απ' την άλλη σκέφτομαι,κρίμα, που αν και αυτη η σπίθα ένωσε για πάντα μια μεγάλη αγάπη,η απερισκεψία κάποιων, έγινε αιτία να χαθούν κάποια ζώα,πουλιά,και μερικές χιλιάδες δέντρα ίσως..μα έτσι είναι στα παραμύθια.. ή μήπως και στη ζωή,τελικά?
Όπως και να'χει το παραμύθι, μας διδάσκει τη δύναμη της αγάπης..απλά η δική μου σκέψη.."ξέφυγε" για άλλη μια φορά. malu

14 Σεπτεμβρίου 2009

Μάνα Γη..

Μάνα Γη..


Μάνα Γη - Moder jord

Moder Jord
Hvad mon du taehker?
Blomstrerne dor
bornene baere masker
syreregn forgifter jorden
solen en formorket
fiskene dor
vandet stinker
heden er ulidelig
dit skrig hores overalt
alle ved det
ingen gor noget
de baerer masker
med falske smil
og tror at alting ordner sig

Moder Jord
du graeder
dit forgaemmede ansigt
kommer til mig i drommen
og tyranniserer mig natten igennem
Moder Jord
Hvad mon du taenker?

Μάνα Γη,
τι άραγε σκέφτεσαι;
τα λουλούδια πεθαίνουν
τα παιδιά τις μάσκες φορούν.

Η όξινη βροχή τις στέγες τρυπάει,
ο ήλιος δεν φαίνεται πια,
τα ψάρια πεθαίνουν,
το νερό μυρίζει,
η ζέστη αφόρητη.

Ο καπνός του εργοστασίου
ρουφάει το μεδούλι του ουρανού.

Πού να χάθηκες
πανέμορφο δειλινό;
Γαλάζιε ορίζοντα
θα σε δούμε ποτέ ξανά;

Μάνα Γη
γιατί αναστενάζεις;
Ο αχός του θρήνου σου
ακούγεται παντού.

Τι νέα βάσανα
το κορμί σου θα περάσει;

Όλοι ξέρουν,
μα κανείς δε θα μιλήσει.
Μυστικοί συνένοχοι
για το προμελετημένο έγκλημα.

Φορούν τις μάσκες οξυγόνου,
στη δουλειά πηγαίνουν
ανόρεχτες χαιρετούρες
προσποιητά χαμόγελα
και όλα θα πάνε καλά.

Μάνα Γη,
κλαις,
η χαμένη μορφή σου
στα ονείρατά μου
έρχεται
το μυαλό μου
να παιδέψει
κάθε βράδυ.

Μάνα Γη,
τι άραγε
σκέφτεσαι;

-Το ποίημα αυτό έγραψε ο Νίκος Μόσχοβος τον Μάρτιο του 1990. -Μεταφράστηκε στα Αγγλικά και δημοσιεύτηκε στην ανθολογία «Παγκόσμια Ποίηση 1995», που εκδίδεται στην Ινδία.Εμπεριέχεται στην ποιητική συλλογή με τίτλο: «Αγναντεύοντας τα Όνειρα- Μία Ποιητική Διαδρομή 1974-1991»

1 Σεπτεμβρίου 2009

Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια

Στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε
τα χέρια θα περάσουμε στους ώμους
παλιά τραγούδια για να θυμηθούμε
ονόματα και βλέμματα και δρόμους

Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
που θυμάσαι και θυμάμαι
τίποτα δε χάθηκε ακόμα
όσο ζούμε και πονάμε
χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
μόνο τρόπο να κοιτάνε

Κι αν άλλάξαν οι φίλοι μας λιγάκι
αλλάξαμε κι εμείς με τη σειρά μας
χαθήκαμε μια νύχτα στο Παγκράτι
αλλά βλεπόμαστε στα όνειρά μας

Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς

..Και ο Σεπτέμβρης μας κλείνει το μάτι.kenyit-"Για, να μαζευόμαστε σιγά σιγά"..τον ακούω να ψιθυρίζει.

Ώρα να συνεχίσουμε απο κει που μείναμε και να πάμε παρακάτω,λέω εγώ!

Έτσι είναι..

Ξαναμπαίνουμε και πάλι στον ρυθμό της καθημερινότητας .
Σίγουρα κάποιοι απο 'μας λυπούνται που τέλειωσε το καλοκαίρι και μαζί του και οι διακοπές. Ας μην λυπομαστε όμως..γιατι ''τα καλυτερα επονται"..

Φέρτε λιγάκι στο μυαλό τα χρώματα του Φθινοπώρου..υπέροχη εικόνα, δε συμφωνείτε?
Λατρεύω τα χρώματα του φθινοπώρου..
Ας φυλάξουμε τις όμορφες μέρες του καλοκαιριού, στο θησαυροφυλάκιο των αναμνήσεων,και.. ας πάμε γι' άλλα φθινοπωρινά! ;))

Καλό μας Φθινόπωρο!

14 Αυγούστου 2009

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
Κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά
Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σέναν ορκιζόμαστε
Πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε
Απ΄την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε
Κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν΄ανάψουμε
Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
Κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.
(Τα Ρω του Έρωτα, Ο. Ελύτης)“Σε βλέπω σαν μια αγκαλιά. Μια αγκαλιά που ζητά να με ξαναπεριλάβει. Να χωνευτώ μέσα στη ζέστα σου. Και μετά την τελευταία φορά, ξάπλωσες πάνω στα πόδια μου, απ’ την αντίθετη πλευρά της καρδιάς σου. Τίποτα δεν πρόλεγε πως ήταν η τελευταία. Δεν είχες προλάβει να γεράσεις. Τις πρώτες, τις ελάχιστες άσπρες τρίχες που εμφανίστηκαν στους κροτάφους σου τις αγαπούσες. Το ότι θα σου δινόταν να γεράσεις για σένα ήταν ευτυχία. Γιατί σήμαινε πως θα ζούσες”.
(Βασιλικός Βασίλης)Αύγουστος!.. ο μήνας του φωτός.

"Ο ήλιος ή ηλιάτορας
του Ελύτη, το φεγγάρι που δεν άφηνε τη Σαπφώ να κλείσει μάτι, η πανσέληνος που διαλύει το έρεβος της νύχτας, οι αστερισμοί, οι Πλειάδες και ο Σείριος που υποδέχεται τη μέρα, το φάος – φως του Αυγούστου, παγιδεύει το χρόνο.Τον «λυγίζει» όπως ο Αϊνστάιν, τον προστάζει να επιστρέψει όπως ο Ριχάρδος Β' του Σαίξπηρ, τον κλείνει μέσα στην αιωνιότητα μιας άχρονης ερωτικής περίπτυξης, τον ξεγελά μέσα στα όνειρα.

Διψασμένη η ψυχή μας για όνειρα - γιατί είμαστε φτιαγμένοι από το υλικό πού 'ναι τα όνειρα - όπως λέει ο Πρόσπερος στη σαιξπήρεια Τρικυμία, για όνειρα θερινής νυκτός, ως σπονδή στην απέραντη αυγουστιάτικη μέρα. Ενας μήνας που φλέγεται, με λαμπρή καρποφορία και μυρωδιές, με ηλιοκαμένα κορμιά, μέσα στην αδιάλειπτη εγρήγορση των πόθων, κορμιά παραδομένα σε κάθε παραίσθηση, στη διονυσιακή ευωχία. Τον Αύγουστο η θάλασσα μπαίνει σε κάθε κόλπο του μυαλού, αλμυρίζει τις ουτοπίες, σ' έναν ατέλειωτο ορίζοντα επιθυμιών. Πυρκαγιά το μεσημέρι, βάζει φωτιά και πυρπολεί το πάθος, το εφικτό και το ανέφικτο του έρωτα.

«Ρεμβασμός το Δεκαπενταύγουστο», όπως ο Παπαδιαμάντης, «… δέρμα σαν καμωμένο από γιασεμί εκείνη του Αυγούστου – Αύγουστος ήταν; – η βραδυά…», όπως ο Καβάφης.
Μια αποκάλυψη που δυσκολεύεται να αποκρυπτογραφήσει η καθημερινότητά μας, μέσα στην αποξένωση της σύγχρονης βαρβαρότητας.
Είναι αποκαλυπτικός ο μήνας Αύγουστος, ο Μεσορί των Αιγυπτίων, ο Εκατομβαιών με τα Παναθήναια, με τη νηστεία, τις δρίμες και τα μερομήνια για τους Ελληνες.
Στο φως του, διαθλάται η αλήθεια και αποκαλύπτεται ολόλαμπρη σ' όσους την αναζητούν.
Μήνας της λατρείας του Διονύσου, συνεγείρει τα πνεύματα, ανατρέπει ισορροπίες και δημιουργεί απείθαρχες συνειδήσεις, γι’ αυτό είναι επικίνδυνος για την εξουσία των νόμων της καταστολής και των εξαναγκασμών, της ανισότητας και της αδικίας.
Στο φως του, οι μικρές αλλαγές που συντελούνται μέσα μας, οδηγούν στη μεγάλη υπέρβαση, στην ανυπακοή"…

Αύγουστος λοιπόν,και οι περισσότεροι έχουν ήδη φύγει, ή ετοιμάζονται να φύγουν,ο μήνας των αποδράσεων μικρών ή μεγάλων,
και με τους γλάρους να συντροφεύουν τα ταξίδια μας.....οι τυχεροί απολαμβάνουν ήδη την ομορφιά του απέραντου γαλάζιου.
Για αυτούς που λείπουνε, γι'αυτούς που έμειναν, ή που ετοιμάζονται να φύγουν,γι'αυτούς που.. ονειρεύονται...
Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού.
:)
Τελευταία μέρα δουλειάς..επιτέλους!!

5 Αυγούστου 2009

Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ

(Ανοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μία ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η γυναίκα με τα μαύρα έχει εκδώσει δυο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα μαύρα μιλάει στον νέο.)


Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα.

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι αϋλη,
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου,
σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ' αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου).
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει –
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σε να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου
απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία –
λέω για την πολυθρόνα, τόσο αναπαυτική,
μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι
και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει
- μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,
πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα
δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς,
ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος
λικνισμένο απ’ την ίδια του ανάσα,
τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυο
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει
ή να κρατήσει ή ν’ ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου
είχα μανία με τα μαντίλια,
όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς
με το λιόγερμα
ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε
οι εργάτες στο αντικρινό γιαπί
ή να σκουπίσω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου
ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.

Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι
ν’ απασχολώ τα δάχτυλα μου. και τώρα θυμήθηκα
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο
με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυο ξανθές πλεξούδες
- 8, 16, 32, 64 -
κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς
όλο φως και ροζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια – κακή συνήθεια) – 32, 64 -
κ’ οι δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο.
Λοιπόν, σου ‘λεγα για την πολυθρόνα –
ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα –
έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση – τι να πρωτοδιορθώσεις; -
έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα
τα’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. εδώ κάθισαν
άνθρωποι που ονειρεύθηκαν μεγάλα όνειρα,
όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα
δίχως να ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας τ’ Αι Νικόλα,
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω
έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα
απ’ το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάρι
που ‘ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων –
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε
ντυμένος την αχλύ και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,
πυρπολημένη απ’ τα’ αδηφάγα μάτια των αντρών
κι απ’ τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,
πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,
άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,
στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα ‘βλεπα)
μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα και μάτια,
στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια δεν τα ‘βλεπα)
- ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις,
σου φθάνει ο θαυμασμός σου, -
θέ μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν
σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων
γιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από μέσα,
άλλος δε μου ‘μενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω. –
Όχι, δε φτάνει.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, έμεινα μόνη
ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,
ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,
γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,
στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μείνουνε σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο
πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. δε φτάνει.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.
Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να απ’ τους νεκρούς του
να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεβάτια και ράφια.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες την άχνα της βραδιάς,
είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλητη,
κάτι θα τρίξει, - ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ακούγονται, - δεν είναι δικά μου.
Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, -
ή μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, -
κι αν κάνεις αν κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στον άλλον καθρέφτη,
πίσω απ’ τη σκόνη και τις ραγισματιές,
διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,
το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή
παρά να το κρατήσεις καθάριο κι αδιαίρετο.
Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο
σαν κυκλικό ξυράφι – πώς να το φέρω στα χείλη μου;
όσο κι αν διψώ, - πώς να το φέρω; - Βλέπεις;
έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, - αυτό μου απόμεινε,
αυτό με διαβεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Φορές-φορές, την ώρα πού βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω άπ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης
με την γριά βαριά του αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο
και δεν τ' αφήνουν πια να βγουν έξω
μ' όλο πού πίσω απ' τούς τοίχους
μαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας –
κ' η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
μην ξέροντας για που και γιατί –
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της
να διασκεδάζει τα παιδιά, τούς αργόσχολους τους απαιτητικούς
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,
στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου - έστω κ' ενός αργού θανάτου-
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ' τη σκλαβιά της.

Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Κ' η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της στις πενταροδεκάρες
που τις ρίχνουνε τα ωραία και ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ , ευχαριστώ.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα
είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σα στρόγγυλα, μεγάλα μάτια πίθανων ψαριών,
τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
φύκια και όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου
– δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα,
δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια –
ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, - σωριάζομαι
και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαίνουν
και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντας τες
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,
τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;

Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί,
στο βάθος του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια
μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι, τα δίνω
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ‘ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;

Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο – τι δυνατό το στήθος σου,
τι δυνατό φεγγάρι, - η πολυθρόνα, λέω
– κι όταν σηκώνω το φλιτζάνι απ’ το τραπέζι
μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω
να μην κοιτάξω μέσα, - αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του
και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου – μην κοιτάξεις μέσα,
είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει – μην κοιτάξεις, μην κοιτάχτε,
ακούστε που σας μιλάω – θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγος
ωραίος, ανάλαφρος – θα πέσεις, -
ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές – δεν τις ακούτε;

Βαθύ βαθύ το πέσιμο,
βαθύ βαθύ το ανέβασμα,
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του,
βαθιά βαθιά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, -
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης,
όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα,
ανάσα ωκεανού. Ωραίος ανάλαφρος
ο ίλιγγος τούτος, - πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα,
εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα – ο εξαίσιος ίλιγγος.
Έτσι κάθε απόβραδο
έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.

Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμιάν ασπιρίνη
άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου
ν' ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο
πού κάνουν οι σωλήνες του νερού,
ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ' ετοιμάζω δυο - ποιος να τον πιει τον άλλον; -
αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας
απ' το παράθυρο τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου
σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρει
με τα μαντίλια μου, τα σταβοπατημένα μου παπούτσια,
τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες - τι να τις κάνεις; -
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Όχι, δε θα ‘ρθω. Καληνύχτα.
Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους, πρέπει
να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι –
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
την πολιτεία που όλους μας αντέχει στην ράχη της
με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
με τις φιλοδοξίες, την άγνοια μας και τα γερατειά μας,-
ν' ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματά σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

(Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα ‘κρυβε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μία πολύ γνώστη μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα μ' ένα ειρωνικό κ' ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ' ένα συναίσθημα απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αϊ-Νικόλα, πριν κατεβεί τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, -ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ' ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ' το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να ‘ναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο, ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει «η παρακμή μίας εποχής». Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ' το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; το ραδιόφωνο συνεχίζει.)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Y.γ. κλείστε τη μουσική του μπλόγκ και απολαύστε τη σονάτα του σεληνόφωτος..

22 Ιουλίου 2009

“...Εγώ ο άνθρωπος , τέλος δεν έχω...”


O TΡΕΛΟΣ

«Με ρωτάς το πως γίνηκα τρελός.. Να πως: Μια μέρα, καιρό, καιρό πριν γεννηθούν πολλοί θεοί, ξύπνησα από βαθύ έναν ύπνο κι ανακάλυψα πώς όλες οι μάσκες μου είχαν κλεφτεί- κι οι εφτά μάσκες που είχα φτιάξει και είχα φθείρει μες σε εφτά ζωές-τότες έτρεξ'αμασκοφόρετος μές' από τους ανθρωπόβριθους δρόμους κραυγάζοντας: "κλέφτες, κλέφτες τρισκατάρατοι κλέφτες".

Άντρες,γυναίκες,με περιγέλασαν και κάποιοι τρέξανε στα σπίτια τους σκιαγμένοι από μένα.

Κι όταν έφτασα στην αγορά ένας νιός σκαρφαλωμένος σε μια στέγη φώναξε:

"είναι τρελός".

Σήκωσα τα μάτια να τον αντικρύσω΄ο ήλιος φίλησε το γυμνό μου πρόσωπο για πρώτη φορά. Για πρώτη φορά, ο ήλιος φίλησε το γυμνό μου πρόσωπο και η ψυχή μου φλογίστηκε από αγάπη για τον ήλιο και δεν ήθελα τις μάσκες μου πια τώρα. Και μέσα σε έκσταση φώναξα: " ευλογημένοι οι κλέφτες που 'κλεψαν τις μάσκες μου".

Έτσι γίνηκα τρελός.

Και βρήκα και τα δυό τους: λεφτεριά και σιγουριά,μέσα στην τρέλα μου΄ τη Λεφτεριά της Μοναξιάς,τη σιγουριά της ακαταληψίας,γιατί όποιοι μάς καταλαβαίνουν σκλαβώνουν κάτι μέσα μας.

Μα, άς μην είμαι και τόσο υπερφίαλος για τη σιγουριά μου.Ακόμα κι ένας κλέφτης, φυλακωμένος,είναι ασφαλισμένος από έναν άλλον κλέφτη".

ΟΙ ΕΦΤΑ ΕΑΥΤΟΙ

"Μέσα στην σιωπηλότερη ώρα της νύχτας ,ενώ μισοκοιμομουν,οι επτά εαυτοί μου κάθισαν μαζί και άρχισαν να κουβεντιάζουν ψιθυριστά:

Πρώτος Εαυτός:Μέσα σ’αυτόν τον τρελό έζησα όλα μου τα χρονια,χωρις να κάνω τίποτα άλλο ,παρά ν’ανανεωνω τον πόνο του κάθε μέρα και να ξαναφτιάχνω τη θλίψη του κάθε νυχτα.Δεν αντέχω πια τη μοίρα μου αυτή και τώρα επαναστατώ.

Δεύτερος Εαυτός:Αδερφε,η δική σου τύχη είναι καλύτερη από τη δική μου.Γιατι σε μένα έλαχε να είμαι ο χαρούμενος εαυτός του τρελού αυτου.Γελαω με το γέλιο του,τραγουδω τις ευτυχισμένες ώρες του χορεύω με τα φτερωτά ποδιά τις πιο λαμπρές του σκεψεις.Εγω έπρεπε να επαναστατήσω ενάντια στην κουρασμένη μου ύπαρξη.

Τρίτος Εαυτός:Τι να πω κι εγω,ο φορέας της αγαπης,το πυρακτωμένο έμβλημα των τρελών παθών και των φανταστικών ποθων;Εγω ο ερωτοπλανταχτος εαυτος,θα’πρεπε να επαναστατήσω κόντρα σε τούτο τον τρελό.

Τέταρτος Εαυτός:Εγώ είμαι απ’ολους σας ο πιο δυστυχισμένος.Γιατι δε μου έλαχε παρά το απεχθές μίσος και η αποστροφή που με ξεθεμελιωνει.Εγω,ο θυελλώδης εαυτός ,που γεννήθηκα στις μαύρες σπηλιές της κολασης,θα έπρεπε να διαμαρτυρηθω,που είμαι αναγκασμένος να υπηρετώ αυτόν τον τρελό.

Πέμπτος Εαυτός:Όχι,εγω,ο διανοούμενος εαυτος,ο εαυτός της φαντασιας,ο εαυτός της πεινάς και της διψας,που είμαι καταδικασμένος να περιπλανιέμαι χωρίς αναπαυση,να κυνηγώ άγνωστα πράγματα και πράγματα αδημιούργητα ακόμα-εγώ είμαι εκείνος που θα’πρεπε να επαναστατήσει ,κι όχι εσείς.

Έκτος Εαυτός:Κι εγω,ο δουλευτάρης εαυτός, ο αξιοδάκρυτος εργάτης που με υπομονής χέρια και παθιασμένα ματια,πλαθω τις μέρες σε εικόνες και δίνω στα στοιχεία τ’αμορφα καινούργιες κι αιώνιες μορφές-εγώ ,ο μοναχικός ,θα’πρεπε να επαναστατήσω κόντρα σ’αυτόν τον ανήσυχο τρελό.

Έβδομος Εαυτός:Πόσο παράξενο είναι που όλοι εσείς θέλετε να επαναστατήσετε ενάντια σ’αυτόν τον ανθρωπο,επειδη ο καθένας σας έχει να εκπληρώσει έναν προδιαγεγραμμένο ρολο.Ω,να μπορούσα να ήμουν κι εγώ ένας σαν κι εσας,ενας εαυτός με προκαθορισμένο κλήρο.Όμως ,εγώ δεν έχω κανέναν κληρο.Είμαι ο εαυτός που τίποτα δεν κάνει,εκείνος που κάθεται μέσα στο σιωπηλό κενό,στο πουθενά και στο ποτέ, ενώ εσείς αναδημιουργείτε τη ζωή.Εσεις είσαστε ή εγώ,γείτονες,που θα έπρεπε να Επαναστατήσω?

Όταν ο έβδομος εαυτός μίλησε έτσι, οι άλλοι έξι τον κοίταξαν με οικτο μα,χωρίς να πουν τίποτα πιά-και καθως η νύχτα πύκνωνε,ο ένας μετά τον άλλο τράβηξαν για ύπνο,τυλιγμένοι με μια χαρούμενη εγκαρτέρηση.

Μα ο έβδομος εαυτός απόμεινε γρηγορώντας,σ' ενατενισμό του τίποτα που βρίσκεται πίσω απο τα πράγματα,όλα".

ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ

Λόγια ενός ποιητή ενός φιλόσοφου.Ο Χαλίλ Γκιμπράν ένας μάγος των ψυχών, που μάγευε με τα λόγια του,που ήξερε να αφουγκράζεται μέσα του,να αναζητά, να γαληνεύει με αυτό το ήρεμο πάθος την ταραγμένη ψυχή των ανθρώπων, σαν κάποιος αγαπημένος που μας μιλά για τις εμπειρίες του ...

15 Ιουλίου 2009

Για τη μουσική


Κάθισα πλάι σε μια κοπέλα που η καρδιά μου αγαπάει,

κι άκουγα τα λόγια της….

Η μαγευτική φωνή της Αγαπημένης μου μπήκε στην καρδιά μου.

Τούτη είναι η μουσική, ω φίλοι μου,

γιατί την άκουσα μέσα απ’ τα στενάγματά εκείνης που αγαπούσα…

Με τα μάτια της ακοής μου, είδα την καρδιά της Αγαπημένης μου.


Θεϊκή μουσική

Κόρη της ψυχής του Έρωτα

Δοχείο της πίκρας και της Αγάπης

Όνειρο της ανθρώπινης καρδιάς

Καρπέ της θλίψης


Ανθί της ευτυχίας, ευωδιά και

Μπουμπούκι της χαράς

Γλώσσα των εραστών

Που φανερώνεις μυστικά

Μάνα των δακρύων του κρυφού έρωτα

Εμπνεύστρια ποιητών…

Ενότητα σκέψης μέσα

Σε κομμάτια από λέξεις

Που παίρνεις ομορφιά

Και πλάθεις έρωτα

Κρασί της χαρούμενης καρδιάς

Μέσα στον κόσμο των ονείρων…


Ω μουσική!!


Στα βάθη σου αφήνουμε τις καρδιές

Και τις ψυχές μας

Εσύ μας δίδαξες να βλέπουμε με τ’ αφτιά μας

Και ν’ ακούμε με τις καρδιές μας.


ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ

1 Ιουλίου 2009

Βροχή μου..

Καλίμπα καλίμπα καλιά
μεσ΄την νύχτα χορεύω
καλίμπα καλίμπα καλιά
και σε παίρνω αγκαλιά

Είναι ο χορός της βροχή
ο χορός της αγάπης
είναι ο χορός της βροχής
της καινούργιας αρχής

Πιάσε με απ΄τη μέση
να δεις που θα σ΄αρέσει
κι η νύχτα θα φορέσει
αστέρια στα μαλλιά

Καλίμπα καλίμπα καλιά
κι η τρομπέτα ζαλίζει
καλίμπα καλίμπα καλιά
πέφτω και στη φωτιά

Είναι ο χορός της βροχής
και της τρύπιας δεκάρας
είναι ο χορός της βροχής
της γλυκιάς ενοχής
Και το φεγγάρι
μαζί του θα μας πάρει
καλίμπα και ζευγάρι
καλίμπα κι αγκαλιά

Καλίμπα καλίμπα καλιά
θέλει η πίστα ζευγάρια
καλίμπα καλίμπα καλιά
θέλει και τα παιδιά
θέλει και τους τραγουδιστές
θέλει τους μουσικούς της
όλοι ενωμένοι για δες
σε χιλιάδες στροφές

Στίχοι:Χαρούλα Αλεξίου
Μουσική: Κώστας Χατζής



Bροχή και σήμερα...



Βγαίνω στη βροχή...μόνο αυτη σου μοιάζει


Οι σκέψεις μου χορεύουν κάτω απ'τη βροχή...