26 Νοεμβρίου 2008

ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ


H κούνια μου ακουμπούσε στη βιβλιοθήκη, Bαβήλ σκοτεινόν, όπου μυθιστόρημα, επιστήμη, μυθολογία, τα πάντα, η λατινική τέφρα και η ελληνική σκόνη, ανακατευόσαντε. Δεν ήμουν μεγαλύτερος από ένα βιβλίο. Δυό φωνές μου μιλούσαν. H πρώτη, ύπουλη και σταθερή, έλεγε: «H Γη είναι ένα γλύκισμα ωραίο· μπορώ (και η ευχαρίστησή σου θα 'ναι τότε χωρίς τέλος!) να σου δώσω μιάν όρεξη παρόμοια μεγάλη.» Kαι η δεύτερη: «Έλα! ω, έλα στο ταξίδι των ονείρων, πέρα από το δυνατό, πέρα από το γνωρισμένο!» Kαι η φ ω ν ή αυτή ετραγουδούσε όπως ο άνεμος στις ακρογιαλιές, φάντασμα που κλαυθμυρίζει και κανείς δεν ξέρει πούθε ήρθε, που χαϊδεύει το αυτί κι όμως το τρομάζει. Σου απάντησα:
«
N α ι ! γ λ υ κ ι ά φ ω ν ή ! »
Aπό τότε κρατάει αυτό που μπορεί, αλίμονο! να ειπωθεί πληγή μου και πεπρωμένο μου. Πίσω από τις σκηνοθεσίες της απεράντου υπάρξεως, στο μελανότερο της αβύσσου, βλέπω καθαρά κόσμους παράξενους, και, θύμα εκστατικό της οξυδέρκειάς μου, σέρνω φίδια που μου δαγκάνουν τα πόδια. Kι από εκείνο τον καιρό αγαπώ τόσο τρυφερά, καθώς οι προφήτες, την έρημο και τη θάλασσα, γελώ στα πένθη και κλαίω στις γιορτές, βρίσκω μιά γεύση γλυκιά στο πιό πικρό κρασί, νομίζω πολλές φορές για ψέματα τις αλήθειες, και, με τα μάτια στον ουρανό, πέφτω σε γκρεμούς. Aλλά η Φωνή με παρηγορεί και λέει: «Kράτησε τα ονειρά σου· οι συνετοί δεν έχουν έτσι ωραία σαν τους τρελούς!»
CHARLES BAUDELAIRE (la voix)

KΩΣTAΣ KAPYΩTAKHΣ

13 Νοεμβρίου 2008

ΠΕΡΑΣΑ



Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη.

Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ'όλα.Λίγο απ'όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ'ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
Όχι δεν ειμαι λυπημένη.

Πέρασα μέρες με βροχή,
εντάθηκα πίσω απ'αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη.

Πέρασα από κήπους,στάθηκα σε συντριβάνια
και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς,καυχησιάρηδες.
Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη.

Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσα τους
να περάσει ο πλατύς χρόνος.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες:
εγκάρδιο αποχαιρετιστήριο από την Πάτρα
και κάτι χαιρετίσματα
απο τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.

Mίλησα πολύ.Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες,στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη.

Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από εδώ,πήγα και από εκεί...
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από εδώ,έχασα κι από κεί.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι από την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος.Πές πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
από το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιάν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημιάς.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη.

Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου έλειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή,με ακόνισε.
Όχι,δεν είμαι λυπημένη.

Όσο μπόρεσα έφερ'αντίσταση σ'αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ,να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα.

Όχι,δεν είμαι λυπημένη.
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.

KIKH ΔΗΜΟΥΛΑ

Η ποίηση της Δημουλά δεν παρακολουθεί και δεν παρατηρεί μια καθορισμένη πραγματικότητα η γλώσσα της αντίθετα είναι μέρος αυτής της πραγματικότητας, είναι μια αναγέννηση του υλικού στοιχείου μέσω της μνήμης στο χώρο της πληρότητας και της ολοκλήρωσής του. Η ύλη για τη Δημουλά δεν είναι κάτι εξωτερικό και ξένο προς την ανθρώπινη ψυχή, αλλά το μίγμα των εμπειριών μας που μέσα μας αποκτά τη διάσταση της πληρότητάς του, η ποίηση τελειώνει και συμπληρώνει την ωραιότητα των μορφών, συμβάλλοντας στην ανάδυση αυτής της αόρατης ποιότητας του λόγου που μόνο η ποίηση συμβάλλει στην πραγμάτωσή της. Η Δημουλά προσδίδει στο υλικό την πληρότητά του μέσω της αισθητικής της γλώσσας, και εδώ ακριβώς βρίσκεται το αποκαλυπτικό στοιχείο της ποίησής της.

4 Νοεμβρίου 2008

ΠΕΣΤΕ ΜΟΥ..


Πέστε μου,εσείς φτερωτοί άνεμοι

Που βρυχάστε γύρω στο μονοπάτι μου,

Δεν ξέρετε κάποιο σημείο

Όπου οι θνητοί να μην θρηνούν πιά;

Κάποια μοναχική κι ευχάριστη λαγκαδιά

Κάποια κοιλάδα στη Δύση,

Όπου ελεύθερη από πόνο και κόπο ,

Να μπορεί ν' αναπαυθεί η κουρασμένη ψυχή;

Ο δυνατός άνεμος ζάρωσε σ' ένα σιγανό ψίθυρο,

Και αναστέναξε λυπημένος, καθώς απάντησε: Όχι.


Πές μου,εσύ απύθμενε ωκεανέ,

Που γύρω μου παίζουν τα θεόρατα κύματά σου,

Ξέρεις εσύ κάποιο ευοίωνο σημείο,

Κάποιο μακρινό νησί,

Όπου ο κουρασμένος μπορεί να βρεί

Την ευδαιμονία για την οποία αναστενάζει:

Όπου θλίψη ποτέ δεν πλησιάζει

Και η φιλία ποτέ δεν πεθαίνει;

Τα δυνατά κύματα που κυλούσαν συνεχώς

Σταμάτησαν για λίγο,αναστέναξαν και είπαν: Όχι.


Κι Εσύ, γαληνότατη σελήνη,

Που το Θείο σου πρόσωπο

Κοιτάζει όλη τη Γή

Κοιμισμένη στην αγκαλιά της Νύχτας -

Πές μου, σ' όλο σου το γύρο

Δεν έχεις δει κανένα σημείο

Όπου ο δυστυχισμένος άνθρωπος

Μπορεί να βρεί κάτι πιο ευτυχισμένο;

Πίσω από ένα σύννεφο κρύφτηκε λυπημένη η σελήνη

Και μια γλυκιά αλλά λυπημένη φωνή απάντησε: Όχι.


Πές μου, κρυφή ψυχή μου,

Ω πές μου, Ελπίδα,και Πίστη,

Δεν υπάρχει κανένα αναπαυτήριο

Από τη λύπη, την αμαρτία και το θάνατο;

Δεν υπάρχει κανένα ευτυχισμένο σημείο

Όπου οι θνητοί να ευλογηθούν,

Όπου η θλίψη να βρει το βάλσαμό της

Και η κούραση ν' αναπαυθεί;

Η Πίστη,η Ελπίδα,η Αγάπη,τα καλύτερα για τους θνητούς
τα δώρα ,

Κυμάτισαν τα φωτεινά φτερά τους και ψιθύρισαν:Ναι, στον Ουρανό.

ΤΣΑΡΛΣ ΜΑΚΕΪ


Το παραπάνω ποίημα ήταν το αγαπημένο του Αβραάμ Λίνκολν.
Όταν ο Λίνκολν υπέφερε απο μελαγχολία,
το ποίημα αυτό άγγιζε
μια χορδή της καρδιάς του.
Αυτό το ποίημα αντανακλά τη
λύπη,τη μελαγχολία και τη μοναξιά της ζωής του..
αντανακλά την αναζήτησή του για χαρά,ευτυχία και ελευθερία πνεύματος,και την πεποίθησή του, ότι μια τέτοια ανθρώπινη ανύψωση
έρχεται μόνο με το θάνατο.