27 Οκτωβρίου 2009

To Αηδόνι του Αυτοκράτορα

"Στο ωραιότερο παλάτι του κόσμου,κάπου στην Κίνα,ζεί ένας μελαγχολικός αυτοκράτορας.
Το παλάτι του, είναι φτιαγμένο από πορσελάνη,μα,παρ' όλη την ομορφιά του παλατιού, ο αυτοκράτορας μας,συνεχίζει να ζεί μέσα στην μελαγχολία.
Κάποιο βράδυ,ένα αηδόνι μαγεμένο απο την ομορφιά του παλατιού,άρχισε να τραγουδάει στον κήπο του.
Αυτό γινόταν κάθε βράδυ..το εξαίσιο κελάηδημά του, έφερνε δάκρυα στα μάτια σε όποιον το άκουγε.
Τραγουδούσε για την αγάπη, την ειρήνη, τις ομορφιές της φύσης και της μάνας γης.

Μαγεμένος από το τραγούδι του, ο αυτοκράτορας άρχισε να χαμογελά και πάλι..αποφασίζει να φυλακίσει το αηδόνι..κι έτσι διατάζει να κλείσουν το αηδόνι σε ένα κλουβί, αφήνοντάς το όμως ελεύθερο, δύο φορές την ημέρα και μία τη νύχτα.
Όλη η χώρα μιλούσε για το όμορφο αηδόνι και τη μαγική φωνή του.
Η φήμη του αηδονιού, μάλιστα, ξεπέρασε τα σύνορα της Κίνας και ταξίδεψε και σε άλλες χώρες.

Κάποια μέρα, ο αυτοκράτορας δέχεται ένα δώρο. Είναι ένα μηχανικό αηδόνι, τόσο όμορφο όσο και το αληθινό, που τραγουδάει το ίδιο μαγικά με το αληθινό και είναι στολισμένο με διαμάντια, ρουμπίνια και ζαφείρια. Ένα σημείωμα πάνω στο δώρο έγραφε: «Το αηδόνι του αυτοκράτορα της Κίνας δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτό του αυτοκράτορα της Ιαπωνίας».

Ο αυτοκράτορας βάζει τα δύο πουλιά να τραγουδήσουν μαζί.
Φυσικά, αυτό δεν γινόταν αφού το αληθινό τραγουδούσε με φυσικό τρόπο.
Το μηχανικό, αντίθετα, τραγουδούσε συνέχεια, χωρίς σταματημό.
Έτσι ο Αυτοκτράτορας κράτησε το μηχανικό αηδόνι,και άφησε ελεύθερο το άλλο.
Στενοχωρημένο, το αληθινό αηδόνι επέστρεφε, χωρίς να το αντιληφθούν οι αυλικοί, στον κήπο.
O αυτοκράτορας θυμωμένος το εξόρισε από τη χώρα, ενώ την επομένη κιόλας παρουσίασε το μηχανικό αηδόνι στο λαό.

Ένας χρόνος πέρασε έτσι, όταν μια μέρα το μηχανικό αηδόνι χάλασε.
Ο αυτοκράτορας αρρώστησε βαριά, χωρίς τη μουσική που τόσο αγαπούσε.
Πέρασαν άλλα πέντε χρόνια, κι ο Θάνατος ήρθε να τον πάρει, θυμίζοντάς του ταυτόχρονα ό,τι καλό και κακό είχε κάνει.
Τότε, ακούστηκε ένα όμορφο τραγούδι απ' έξω. Ήταν το αληθινό αηδόνι που ήρθε να του δώσει ελπίδα. Ο Θάνατος έφυγε κι ο αυτοκράτορας έγινε καλά. Από τότε, κάθε βράδυ το αηδόνι τραγουδά έξω απ' το παράθυρό του"..


Γραμμένο πριν από ενάμισι αιώνα, το παραμύθι του Χ.Κ. Άντερσεν «Ο Αυτοκράτορας και το αηδόνι» ή «Το αηδόνι του Αυτοκράτορα», συνεχίζει να συναρπάζει μικρούς και μεγάλους με την αριστοτεχνική γραφή και τα οικουμενικά μηνύματά του.
Σε μια εποχή που επιστήμη και τεχνολογία καλπάζουν με ένα ξέφρενο ρυθμό, που οι μηχανές και τα κομπιούτερ τείνουν να «εξαφανίσουν» τον άνθρωπο, που ο ορθολογισμός και ο τεχνολογικός προγραμματισμός έχουν παραμερίσει την ανθρώπινη σκέψη και το συναίσθημα, το έργο του Χ. Κ. Άντερσεν «Το αηδόνι του αυτοκράτορα» παρόλο που αναφέρεται στον 16ο αιώνα, αντιστέκεται σ` όλο αυτό το παραλογισμό, λέγοντας μας ξεκάθαρα, ότι δεν μπορεί ένα ψέμα, όσο φανταχτερό κι αν είναι να καλύψει την αλήθεια. Ούτε μια κατασκευή όσο τέλεια κι αν είναι να αντικαταστήσει τη ζωή.

21 Οκτωβρίου 2009

Το Παραμύθι Μιας Αγάπης


Μια φορά κι ένα καιρό, σε μια μεγάλη σκοτεινή σπηλιά, στη κορυφή του πιο ψηλού βράχου, ζούσε μόνο κι έρημο, ένα μικρό κερί. Ένα κερί σβηστό, που μέτραγε τις μέρες της ύπαρξής του.

«Μα τι κάνω εγώ εδώ μόνο μου» αναρωτιόταν. «Έτσι σβηστό που είμαι, πόσο πολύ κρυώνω! Πόσο πολύ φοβάμαι και πόσο άχρηστο νιώθω. Μια σκοτεινή κουκίδα μέσα σε τούτη τη σπηλιά».

Κι ο χρόνος περνούσε και το κερί μετρούσε τις μέρες της ανούσιας, σκοτεινής ζωής του..

Μια μέρα, άνεμος δυνατός φύσηξε έξω από τη σπηλιά και στο πέρασμά του παράσερνε ό,τι μικρό κι αδύναμο υπήρχε. Φτερά από πουλιά που είχαν την φωλιά τους στην βάση του βράχου, ξερά φύλλα και κλαδιά, σπόρους από λουλούδια εξωτικά κι ένα... σπίρτο, ένα τόσο δα μικρό σπίρτο, ψηλόλιγνο και γυαλιστερό, με κόκκινο, αστραφτερό καπέλο, στο μικρό του κεφάλι!
Με το δεύτερο φούυυυυυυυ του άνεμου, το σπίρτο απογειώθηκε και με δύναμη παρασύρθηκε μέσα στη σκοτεινή σπηλιά. Έπεσε με δύναμη κάτω στο τραχύ έδαφος και... Ωχ!!!
-«Μα που βρίσκομαι» είπε με τη τσιριχτή φωνή του.

Στην αρχή δυσκολεύτηκε στο σκοτάδι, αλλά σα σπίρτο που ήταν έστω και σβηστό, σύντομα συνήθισε να βλέπει ακόμα και μέσα στο σκοτάδι.

-«Αμάν»! είπε... «Τι είσαι εσύ»;
-«Δε με βλέπεις?» είπε το κερί με τη παραπονιάρικη φωνή του..«Είμαι ένα κερί»!
Και να που ακόμα και τ' αταίριαστα μπορούνε να ταιριάξουν...
Εκεί μέσα στην ερημιά, την υγρασία και το σκοτάδι της σπηλιάς, το κερί και το σπίρτο ενώσανε τη μοναξιά και το κοινό τους πρόβλημα.
Ήταν και τα δύο σβηστά, έρημα, μόνα και παραμελημένα μέσα σε τούτη τη σκοτεινή, άψυχη σπηλιά.
Το σπίρτο τέντωνε το λυγερό κορμί του κι ακουμπούσε πάνω στο κερί και το κερί έκανε νάζια και καμώματα.
Τώρα οι ελπίδες να φτάσουνε στο όνειρο, όλο και μεγάλωναν.
Το όνειρό τους; Μια μικρή φλόγα.
Mια μικρή φλόγα που θα τα φωτίσει και τα δυό, θα τα ζεστάνει και θα τα αφήσει να κοιταχτούνε στα μάτια.
-«Μα θέλω να δω τα μάτια σου», είπε το σπίρτο στο κερί.
-«Μα θέλω να νιώσω τη ζεστασιά σου», είπε το κερί στο σπίρτο.
Και τότε τρόμαξαν...
-«Αν ανάψω καλή μου θα καώ»! είπε το σπίρτο,«και καλά να καεί μόνο το κόκκινο σκουφί μου, θα είμαι ένα ακόμα άσχημο, μισοκαμένο σπίρτο... Μα αν καώ εντελώς, τι θα απογίνω; Θα προλάβω τουλάχιστον να δω τα μάτια σου»;
-«Κι αν ζεσταθώ» είπε το κερί, «θα λιώσω... Κι αν λιώσω θα γίνω άσχημο και κακοφτιαγμένο! Θα έχω προλάβει να χαρώ τουλάχιστον τη ζέστη σου»;

Μέρα τη μέρα, το κερί και το σπίρτο, αγαπιόντουσαν όλο και πιο πολύ κι η αγάπη τους δυνάμωνε!
Μέσα στη σκοτεινή σπηλιά, λουλούδια φυτρώσανε, γιατί η αγάπη είναι ένα λουλούδι, που όπου γεννιέται δίνει χρώμα, άρωμα κι ομορφιά.
Κι οι μέρες περνούσαν. Το κερί και το σπίρτο σφιχταγκαλιασμένα, περιμένανε καρτερικά τη συνέχεια του έρωτά τους.
Και ήρθε το καλοκαίρι... Έξω από τη σπηλιά, έφτασε η αφόρητη ζέστη...
Το δάσος γύρω από το βράχο, συχνά γέμιζε από γέλια, τραγούδια, φωνές μικρών και μεγάλων.
Το κερί και το σπίρτο αγκαλιάζονταν τρομαγμένα και περίμεναν, όλο περίμεναν κι αγαπιόντουσαν, κάθε μέρα και πιο πολύ κι ας μην είχε δει τα μάτια του σπίρτου, το κερί κι ας μην είχε νιώσει τη ζεστασιά του κεριού, το σπίρτο!
Ο έρωτάς τους, μια μικρή τραγωδία, σαν όλους τους ανικανοποίητους έρωτες, που γεννιούνται και μένουνε πάντα στ' όνειρο...
Ώσπου μια μέρα, μια παρέα εκδρομείς, -έτσι τους λέγαν όλους αυτούς τους εισβολείς του δάσους-, πήρανε τα γέλια, τα τραγούδια και τις φωνές τους μακριά, αλλ' αφήσανε μια μικρή σπίθα... μια τόση δα μικρή σπίθα φωτιάς, να σιγοκαίει, εκεί κάτω από τα ξερά κλαδιά που είχαν ανάψει για να μαγειρέψουνε.
-«Συμφορά»! Φωνάζανε πουλιά και ζώα που περνάγανε τρομαγμένα τρέχοντας,έξω από τη σπηλιά. «Συμφορά! Φωτιά! Φωτιά... θα καούμε»!
-«Ακούς»; είπε το σπίρτο στο κεράκι...
-«Ακούς; Θα καούμε»! είπανε και τα δυο με μια φωνή, γεμάτη έρωτα!
-«Δε φοβάμαι να καώ απ' αγάπη», είπε το σπίρτο στο κερί...
-«Δε φοβάμαι να λιώσω απ' αγάπη», είπε το κερί στο σπίρτο!
Ένα κερί κι ένα σπίρτο, τρελά από έρωτα τραγουδάγανε τη φλόγα που ερχόταν...
-«Έλα»! της έλεγαν, «έλα! Σε περιμένουμε»!
-«Θα μ' αγαπάς αν καώ κι ασχημύνω, χωρίς το κόκκινο σκουφί μου»; Είπε το σπίρτο στο κερί.
-«Θα μ' αγαπάς αν λιώσω και χάσω το σχήμα μου»; Είπε το κερί στο σπίρτο.
Κι η φλόγα ερχόταν όλο και πιό κοντά...
Κι η φλόγα έφτασε στο κατώφλι της σπηλιάς και δίσταζε να μπει μέσα, μη χαλάσει την ομορφιά που διαισθάνθηκε!
-«Έλα»! της φωνάζανε και τα δυο, με μια φωνή!
Κι η φλόγα έστειλε μέσα στη σπηλιά, τη πιο μικρή της κόρη!
Μια σπίθα τόση δα, που μπήκε τσαχπίνικα και ναζιάρικα από την είσοδο της σπηλιάς. Φφφσσσσσσσσσσσττττττττττττττ !
Το σπίρτο, τέντωσε το λυγερό κορμί του, για να καλωσορίσει τη σπίθα.
Το κόκκινο σκουφί του τυλίχτηκε στις φλόγες.
-«Αγάπη μου» είπε στο κερί, «καίγομαι για σένα... Αγάπη μου, να δω τα μάτια σου κι ας καώ»!
Το γυαλιστερό κόκκινο σκουφί, ακούμπησε πάνω στο φιτίλι καθώς έσκυψε για να δει καλύτερα.
-«Αγάπη μου» είπε το κερί στο σπίρτο, «άσε με να νιώσω τη ζεστασιά σου κι ας λιώσω»!
Το σπίρτο και το κερί, κάηκαν μαζί...
Μια μάζα ενωμένη στο χρόνο και στο χώρο αιώνια...
Το κερί και το σπίρτο που λιώσαν απ' αγάπη κι έφτασαν στο δικό τους όνειρο...

Y.g. Διαβάζοντας τούτο το πολύ όμορφο παραμύθι δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ και να μη σταθώ λιγάκι παραπάνω σε κείνη την ξεχασμένη σπίθα..
Αυτη η αγάπη ολοκρηρώθηκε χάρη σε μια μικρή, ξεχασμένη σπίθα,μια σπίθα που με τόση λαχτάρα περίμεναν για να ενωθούν στο χρόνο και στο χώρο αιώνια οι δυο ερωτευμένοι μας,μα απ' την άλλη σκέφτομαι,κρίμα, που αν και αυτη η σπίθα ένωσε για πάντα μια μεγάλη αγάπη,η απερισκεψία κάποιων, έγινε αιτία να χαθούν κάποια ζώα,πουλιά,και μερικές χιλιάδες δέντρα ίσως..μα έτσι είναι στα παραμύθια.. ή μήπως και στη ζωή,τελικά?
Όπως και να'χει το παραμύθι, μας διδάσκει τη δύναμη της αγάπης..απλά η δική μου σκέψη.."ξέφυγε" για άλλη μια φορά. malu