31 Δεκεμβρίου 2009

Καλή Πρωτοχρονιά


Ένας  καινούργιος  χρόνος.
Τι  μας  περιμένει?
Τι  θα μας φέρει?
 Όνειρα?
 Φλοδοξίες?
 Έρωτες?
Αινίγματα?.....

"Τασος  Λειιβαδίτης"

Απόγευμα πρωτοχρονιάς ψυχή στους δρόμους.
Μονάχα κάτι γκρίζο παλαιό καινούργιου χρόνου…

Απόγευμα πρωτοχρονιάς ψυχή στους δρόμους
μόνο κλειστά μεγάλα γκρίζα παράθυρα
κι ένα φτωχό χιονόνερο που ζητιανεύει χιόνι.



Κικής Δημουλά-"το κοριτσάκι με τα σπίρτα"


Σε λίγες ώρες ο παλιός χρόνος, θα παραδώσει την σκυτάλη στον καινούριο..άλλος ένας χρόνος θα πάει να συναντήσει αυτούς που πέρασαν..και είναι τόσοι πολλοί!! Κι'εμείς θα υποδεχτούμε το 2010 με ευχές,και με την ελπίδα να είναι μια καλή χρονιά.
 
  Η νέα χρονιά ας φέρει Υγεία και Αυτογνωσία. Αγάπη προς τον καθένα και Ειρήνη σε όλον τον κόσμο.

Καλή  Πρωτοχρονιά! 

19 Δεκεμβρίου 2009

Φίλε μου..


Φίλε μου..
 
Δεν Μπορώ ν σου δώσω λύσεις για όλα
τα προβλήματα της ζωή σου, ούτε έχω απαντήσεις
για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου,
μπορώ όμως να σ’ ακούσω και να τα μοιραστώ μαζί σου.

Δεν μπορώ ν’ αλλάξω το παρελθόν ή το μέλλον σου.
Όμως όταν με χρειάζεσαι,θα είμαι εκεί μαζί σου.

Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματά σου.
Μόνο μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου,
να κρατηθείς και να μη πέσεις.

Οι χαρές σου,Οι θρίαμβοι και οι επιτυχίες σου δεν είναι δικές μου.
Όμως ειλικρινά απολαμβάνω να σε βλέπω ευτυχισμένο. 
 
Δεν κρίνω τις αποφάσεις που παίρνεις στη ζωή σου.
Αρκούμαι να σε στηρίξω να σου δίνω κουράγιο
και να είμαι πάντα δίπλα σου όποτε το θελήσεις.

Δεν μπορώ να περιορίσω μέσα σε όρια αυτά που πρέπει να πραγματοποιήσεις,
Όμως θα σου προσφέρω τον ελεύθερο χώρο που χρειάζεσαι για να μεγαλουργήσεις

Δεν μπορώ να αποτρέψω τις οδύνες σου,όταν κάποιες θλίψεις
σου σκίζουν την καρδιά,όμως μπορώ να κλάψω μαζί σου
και να μαζέψω τα κομμάτια,για να τη φτιάξουμε ξανά δυνατή.

Δεν μπορώ να σου πω ποιος είσαι ούτε ποιος πρέπει να γίνεις.
Μόνο μπορώ να σ΄ αγαπώ όπως είσαι
Και να είμαι φίλος σου.

Αυτές τις μέρες σκεφτόμουν
τους φίλους μου και τις φίλες μου,
δεν ήσουν πάνω ή κάτω ή στη μέση.

Δεν ήσουν πρώτος ούτε τελευταίος στη λίστα.
Δεν ήσουν το νούμερο ένα ούτε το τελευταίο.

Να κοιμάσαι ευτυχισμένος.Να εκπέμπεις αγάπη.
Να ξέρεις ότι είμαστε εδώ περαστικοί.
Ας βελτιώσουμε τις σχέσεις μας.

Να αρπάζουμε  τις ευκαιρίες.
Να ακούμε την καρδιά μας.
Να εκτιμούμε τη ζωή.

Πάντως δεν έχω την αξίωση να είμαι
ο πρώτος,ο δεύτερος  ή ο τρίτος στη λίστα σου.
Μου  Αρκεί που με θέλεις σαν Φίλο.
Ευχαριστώ που είμαι.
 
Μην περπατάς μπροστά μου, μπορεί να μην σε ακολουθήσω.. Μην περπατάς πίσω μου μπορεί να μην σε οδηγήσω.. Απλώς περπάτα δίπλα μου και γίνε φίλος μου“ "Αlbert Camus"

Υ.Γ. Μετά απο αρκετή προσπάθεια,διότι οι περισσότερες εικόνες υπήρχαν στο αρχείο μου σαν παρουσίαση,(και εδώ, πρέπει να ομολογήσω ότι κατά καιρούς μου έχουν σταλεί καταπληκτικά mail  που τα έχω φυλάξει) αποφάσισα  κάποια να τα επεξεργαστώ,(τρομάρα μου)και να τα μοιραστώ μαζί σας..Δεν περίμενα όμως ότι το "μαγείρεμα" αυτο θα  ήταν τόσο περίπλοκο..ώρες τώρα παιδεύομαι!
Πιστεύω κάτι κατάφερα  :)..
Ανάρτηση αφιερωμένη στους αγαπημένους μου φίλους, μα και στους δικούς σας...γιατί οι φίλοι μας,είναι πολύτιμοι!

14 Δεκεμβρίου 2009

Οι χαμένες μέρες..



Μερικές μέρες μετά την αγορά της πολυτελούς έπαυλης, ο Έρνεστ Καζίρα επιστρέφοντας σπίτι διέκρινε από μακριά κάποιον άνδρα με ένα κιβώτιο στους ώμους να βγαίνει από την παράπλευρη πορτούλα του περίβολου και να φορτώνει το κιβώτιο σε ένα φορτηγό.Δεν τον πρόλαβε πριν φύγει κι έτσι τον ακολούθησε με το αυτοκίνητο. Το φορτηγό διέσχισε αρκετό δρόμο, ως την άκρη της πόλης, και σταμάτησε στο χείλος μίας χαράδρας.
Ο Καζίρα βγήκε από το αυτοκίνητο και πήγε να δεί. Ο άγνωστος ξεφόρτωσε το κιβώτιο από το φορτηγό και, αφού προχώρησε λίγο μπροστά, το έριξε στον γκρεμό, που ήταν γεμάτος από χιλιάδες παρόμοια κιβώτια.
Πλησίασε τον άνδρα και τον ρώτησε: «Σε είδα να βγάζεις εκείνο το ξύλινο κιβώτιο έξω από τον κήπο μου. Τι είχε μέσα; Και τι είναι όλα αυτά τα κιβώτια;»
Εκείνος τον κοίταξε και χαμογέλασε: «Έχω κι άλλα μες στο φορτηγό να πετάξω. Δεν ξέρεις; Είναι οι μέρες».
«Ποιες μέρες;»
«Οι δικές σου.»
«Οι δικές μου;»
«Οι χαμένες σου μέρες. Οι μέρες που έχεις χάσει. Τις περίμενες, έτσι δεν είναι; Ήρθαν. Τι τις έκανες; Κοίταξε τες, άθικτες, ακόμη γεμάτες. Και τώρα…»
Ο Καζίρα τις κοίταξε. Σχημάτιζαν έναν ατελείωτο σωρό. Κατέβηκε την πλαγία του γκρεμού και άνοιξε μία.
Μέσα υπήρχε ένα φθινοπωρινός δρόμος και στο βάθος η μνηστή του, η Γκρατσιέλα, που έφευγε για πάντα. Κι εκείνος ούτε καν τη φώναζε.
Άνοιξε μια δεύτερη. Υπήρχε ένας θάλαμος νοσοκομείου και στο κρεβάτι ο αδερφός του Τζοσουέ, που ήταν άρρωστος και τον περίμενε. Αλλά αυτός έτρεχε για δουλειές.
Άνοιξε μια Τρίτη. Στο κιγκλίδωμα του παλιού, φτωχού σπιτιού στεκόταν ο Ντούκ, το πιστό μαντρόσκυλο που τον περίμενε για δύο χρόνια, με τα κόκαλα να φαίνονται κάτω απ’ το συρρικνωμένο του δέρμα. Και αυτός ούτε που το διανοούνταν να επιστρέψει.
Ένιωσε να τον καταβάλει κάτι, που το αισθανόταν από το στόμα ως το στομάχι. Ο άντρας που ξεφόρτωνε τα κιβώτια ήταν όρθιος στην άκρη του γκρεμού, ακίνητος σαν δήμιος.
«Κύριε!» φώναξε ο Καζίρα. «Ακούστε με. Αφήστε με να πάρω μαζί μου τουλάχιστον αυτές τις τρεις μέρες. Σας ικετεύω. Μόνο αυτές τις τρεις. Είμαι πλούσιος. Θα σας δώσω ό,τι ζητήσετε»
Ο άνδρας έκανε μια χειρονομία με το δεξί του χέρι, σαν να έδειχνε ένα απρόσιτο σημείο, σα να ‘λεγε ότι ήταν πολύ αργά κι ότι καμία θεραπεία δεν είναι πλέον εφικτή. Ύστερα χάθηκε και με μιάς χάθηκε ακόμη κι ο γιγαντιαίος σωρός με τα μυστηριώδη κιβώτια.

Έπεφτε η νύχτα και οι σκιές της.

Ντίνο Μπουτζάτι

1 Δεκεμβρίου 2009

Oι Τρείς γέροι...


Τρείς γέροι...

Μια γυναίκα φρόντιζε τον κήπο του σπιτιού της, όταν ξαφνικά βλέπει τρεις γέροντες, φορτωμένους με τις εμπειρίες της ζωής, να την πλησιάζουν στην είσοδο του σπιτιού .


Παρ'όλο που δεν τους γνώριζε, τους είπε:

 Δεν σας γνωρίζω, όμως πρέπει να πεινάτε. Περάστε, αν θέλετε, να φάτε κάτι.

Αυτοί την ρωτάνε:

- Ο άντρας σου είναι στο σπίτι;

- Όχι, δεν είναι εδώ, απάντησε εκείνη.

- Τότε δεν μπορούμε να έρθουμε, της λένε οι γέροντες.

Όταν επιστρέφει ο σύζυγος, η γυναίκα του περιγράφει το περιστατικό.

- Ας έρθουν τώρα που επέστρεψα! ........

Η γυναίκα βγαίνει έξω να προσκαλέσει ξανά τους γέροντες στο τραπέζι, μιας και ήταν ακόμη εκεί.

- Δεν μπορούμε να έρθουμε όλοι μαζί, της λένε οι τρεις γέροντες.

Η γυναίκα, έκπληκτη, τους ρωτά γιατί !

Ο πρώτος, λοιπόν, από τους τρεις της εξηγεί ξεκινώντας να της συστήνεται:

Είμαι ο Πλούτος, της λέει.

Της συστήνει, μετά, τον δεύτερο που είναι η Ευτυχία.

Και, τέλος, τον τρίτο που είναι η Αγάπη.

Τώρα, της λένε, πήγαινε στον άντρα σου και διαλέξτε ποιος από τους τρεις μας θα έρθει να φάει μαζί σας.

Η γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι και διηγείται στον άντρα της αυτά που της είπαν οι γέροντες.

Ο άντρας ενθουσιάζεται και λέει:

-Τι τυχεροί που είμαστε! Να έρθει ο Πλούτος! Έτσι θα έχουμε όλα όσα επιθυμούμε!

Η σύζυγός του όμως δε συμφωνούσε:

-Και γιατί να μην έχουμε τη χαρά της Ευτυχίας;

Η κόρη τους που άκουγε από μια γωνιά, τότε, τους λέει:

-Δε θα'ταν καλύτερα να καλούσαμε την Αγάπη; Το σπίτι μας θα είναι πάντα γεμάτο αγάπη!

-Ας ακούσουμε αυτό που λέει η κόρη μας, λέει ο σύζυγος στη γυναίκα του.

-Πήγαινε έξω και πες στην Αγάπη να περάσει στο σπιτικό μας.

Η γυναίκα βγαίνει έξω και ρωτά:

-Ποιος από εσάς είναι η Αγάπη; Ας έρθει να δειπνήσει μαζί μας.

Η Αγάπη τότε ξεκινά να προχωρά προς το σπίτι...

...και οι δύο άλλοι να την ακολουθούν!

Έκπληκτη η γυναίκα, ρωτά τον Πλούτο και την Ευτυχία:

-Εγώ κάλεσα μόνο την Αγάπη. Γιατί έρχεστε κι εσείς;!;!;

Και απαντούν κι οι τρεις γέροντες μαζί:

- Αν είχες καλέσει τον Πλούτο ή την Ευτυχία, οι άλλοι δύο θα έμεναν απ'έξω. Τώρα όμως που κάλεσες την Αγάπη... όπου πάει η Αγάπη, πάμε κι εμείς μαζί της!

Δεν έχει σημασία πού! Όπου υπάρχει Αγάπη, θα υπάρχει επίσης  Πλούτος κι Ευτυχία!