28 Απριλίου 2013

Στο υπέρλευκο..


Εντελβάις, εντελβάις,
αστέρι των Αλπεων μυριάχτιδο,
στων ίλλιγγων λάμπεις το μέτωπο
και στο βάθρο της αιώνιας κρυστάλλινης
κορφής απο χνάρι ακηλίδωτης.
Τ΄ αστραπόβροντα σφράγισαν σαν μεταξιά σου τ' ανθόφυλλα
με το μάρμαρο φώς  τους,

νάσαι πάντα το χάρμα
των άβυσσων άφεγγων, άβυθων,
ω ανδριού γέννα βράχου απαλότατη!
Ο ήλιος όταν σταθεί στον ανήφορο,
ανθίζεις κ' εσύ με το Σείριο
να φωτίζεις λευκάδιο του καταράχτη το γκρέμισμα,
εννιά μήνες δεσμότη.

Εκεί που ρόδα αγάπης δε χαράζουν,
από εσέ στον ανήφορο ηττημένο,
τ' άλπειο ζει ρόδο, ωραίο, χωρίς ευώδια,
ανάμεσα παγόλιμνη και λίμνη
ματιάζοντας το αστραφτερό σου θάμα.

Σε καθρέφτη από κρούσταλλα
καμαρώνεις ω νάρκισσε
Στο λαμπερό σου, το έφηβο κάλλος
ξαφνιάζεται ο μέγας αιτός
σα να πήζει για μιάς το διπλόφερτο θάμπος
της αστραπής του γιγάντισσας,
σταματά τον κυκλόφερτο πεντοζάλη σ'ακρόκορφες
ανάφτερος, να, θα χοιμήξει
στο αλύγιστο νύχι ν΄αρπάξει απαλά
κάποιο νέο Γανυμήδη υπερβόρειο.

Το φαράγγι ανυψώνει σου του νερού τον τρισαίωνο
ίακχο.Του κάκου γέρνουν να ιδούν σε
οι απάρθενες γύρω κορφές,
μα τ' αγριόγιδο αψά γεφυρώνει το χάσμα
με άσφαλτο πόδια, τρεμάμενα,
και χαρίζει σου, αμύριστε, της ανάσας του το άρωμα.
Πώς λάφιασε, σα ν΄αφηγκριέται
το αποκέρατο σφύριγμα του κηνυγού,
από βράχο σε βράχο αντοβόητο!

Του ριγηλού σου ανίδεες μεγαλείου,
ανθούν σε σύμμετρα όρη. σαν παρνάσσια,
θαλασσιά ζεστή, πρόσχαρη η γεντσιάνα
κ' η λευκή, ακριβοθώρητη αδελφή της,
χαρά σε ιμέρων ανάγλυφα στήθη.

Τι ποθείς χιονανθέ, προς το χάος πάντα γέρνοντας;
Του νερού μη ν'ακούσεις το τραγούδι, Σειρήνων,
ή, ριζομένε, το λεύτερο νειρεσαι
του ρέματος σε άγνωστα μέρη φιδόσυρμα;
τα ποτάμια που φύγαν
και πίσω να ιδούν δε γυρνάνε,
λίμνες γλυκόδροσες, νούφαρα, βάρκες...
και πιο πέρα η μεγάλη Νεράιδα,
νούφαρα πόχει το αφρόκυμα
κ΄είναι οι πλώρες της είναι γκρεμοί βροντοζάλιστοι...
Α! τον ήλιο πώς χαίρεται, χρόνος, χρόνος δώδεκα μήνες!

Το δικό της κ' εκείνη εντελβάις κρυφοχαίρεται
σε στριδιού χαραμίδα, σα σε βράχων σκισμάδα,
ευγενικό σαν κ' εσένα φωτόλευκο,
από κύμα γαλάζιο - ή και πόρφυρο κάποτε-
που ανατέλλει. Ω, το νάνο
φεγγάρι, της ζωής αναστατώνει και σέρνει τη Σφαίρα!
Και των 'Αλπεων  ο γιός, ιλιγγόσυρτος,
όλο ψηλά και ψηλότερα
σκαρφαλώνει για εσένα, εντελβάις, απόκοτα
και σε δρέπει, ή του βάραθρου μαύρη Λάμια τον δρέπει...

Ναί, σου ταιριάζει ο ύμνος, άνθος λαι άστρο.
Μα την αγάπη του ο ξενιτεμένος
σ΄εσάς χαρίζει, ω θαλασσιά γεντσιάνα,
και ω, που θυμίζεις γιασεμί, χιονάτη,
την αγάπη του ακέρια σας χαρίζει!

Κ. ΑΘ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ-ΞΕΝΑΚΗΣ