26 Απριλίου 2009

Ασκητική-Ν.Καζαντζάκη

ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΡΕΟΣ

Δε δέχουμαι τα σύνορα, δε με χωρούν τα φαινόμενα, πνίγουμαι!

Την αγωνία τούτη βαθιά, αιματερά να τη ζήσεις, είναι το δεύτερο χρέος.

Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει' μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.

Να υποτάξω τη γης, το νερό, τον αγέρα, να νικήσω τον τόπο και τον καιρό, να νιώσω με ποιους νόμους αρμολογούνται κι έρχουνται και ξανάρχουνται οι αντικαθρεφτισμοί που ανεβαίνουν από την πυρωμένην έρημο του νου, τι αξίαν έχει;

Ένα μονάχα λαχταρίζω: Να συλλάβω τι κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα, τι είναι το μυστήριο που με γεννάει και με σκοτώνει, κι αν πίσω από την ορατή ακατάπαυτη ροή του κόσμου κρύβεται μια αόρατη ασάλευτη παρουσία.

Αν ο νους δεν μπορεί, δεν είναι έργο του να επιχειρήσει πέρα από τα σύνορα την ηρωικήν απελπισμένην έξοδο, να 'ταν να μπορούσε η καρδιά μου!

Πέρα! Πέρα! Πέρα! Πέρα από τον άνθρωπο ζητώ το αόρατο μαστίγι που τον βαράει και τόνε σπρώχνει στον αγώνα. Πέρα από τα ζώα ενεδρεύω να δω το πρόσωπο το αρχέγονο που μάχεται δημιουργώντας, συντρίβοντας, ξαναχύνοντας τις αρίφνητες μάσκες να τυπωθεί στο ρεούμενο κρέας. Πέρα από τα φυτά αγωνίζουμαι να ξεχωρίσω τα πρώτα παραπατήματα του Αόρατου μέσα στη λάσπη. Μια προσταγή μέσα μου:

Σκάψε! Τι βλέπεις;

Ανθρώπους και πουλιά, νερά και πέτρες!

Σκάψε ακόμα! Τι βλέπεις;

Ιδέες κι ονείρατα, αστραπές και φαντάσματα.

Σκάψε ακόμα! Τι βλέπεις;

Δε βλέπω τιποτα! Νύχτα βουβή, πηχτή σα θάνατος. Θα 'ναι ο θάνατος.

Σκάψε ακόμα!

Αχ! Δεν μπορώ να διαπεράσω το σκοτεινό μεσότοιχο! Φωνές γρικώ και κλάματα, φτερά γρικώ στον άλλον όχτο!

Μην κλαις! Μην κλαις! Δεν είναι στον άλλον όχτο! Οι φωνές, τα κλάματα και τα φτερά είναι η καρδιά σου!

Πέρα από το νου, στον ιερό γκρεμό της καρδιάς, ακροποδίζω τρέμοντας. Το ένα μου πόδι αδράχνεται από το σίγουρο χώμα, το άλλο ψάχνει στα σκοτεινά απάνω από την άβυσσο.

Ψυχανεμίζουμαι πίσω απ' όλα τούτα τα φαινόμενα μια μαχόμενη ουσία. Θέλω να σμίξω μαζί της.

Ψυχανεμίζουμαι πως κι η μαχόμενη ουσία πολεμάει πίσω από τα φαινόμενα να σμίξει με την καρδιά μου. Μα το σώμα στέκεται ανάμεσα και μας χωρίζει. Ο νους στέκεται ανάμεσα και μας χωρίζει.

Ποιο είναι το χρέος μου; Να συντρίψω το σώμα, να χυθώ να σμίξω με τον Αόρατο. Να σωπάσει ο νους, ν' ακούσω τον Αόρατο να φωνάζει.

Περπατώ στ' αφρόχειλα της άβυσσος και τρέμω. Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν.

O νους: «Γιατι να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν' αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου.»

Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ως την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει: «Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν' αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!»

Ο νους: «Λαγαρό κι ανέλπιδο είναι το μάτι μου και θεάται τα πάντα. Η ζωή είναι ένα παιχνίδι, μια παράσταση που δίνουν οι πέντε θεατρίνοι του κορμιού μου.

»Κοιτάζω με απληστία, με ανείπωτη περιέργεια, και δεν έχω την αφέλεια του χωριάτη να πιστέψω, και ν' ανέβω απάνω στη σκηνή επεμβαίνοντας στην αιματερή κωμωδία.

»Είμαι ο θαματοποιός φακίρης που ακίνητος, καθούμενος στο σταυροδρόμι των αιστήσεων, θεάται να γεννιέται και ν' αφανίζεται ο κόσμος, θεάται τα πλήθη να σαλεύουν και να φωνάζουν στα πολύχρωμα μονοπάτια της ματαιότητας.

»Καρδιά, απλοϊκή καρδιά, γαλήνεψε κι υποτάξου!»

Μα η καρδιά ανατινάζεται και φωνάζει: «Είμαι ο χωριάτης και πηδώ απάνω στη σκηνή κι επεμβαίνω στην πορεία του κόσμου!»

Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι.

Ρωτώ, ξαναρωτώ χτυπώντας το χάος: Ποιος μας φυτεύει στη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια; Ποιος μας ξεριζώνει από τη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια;

Είμαι ένα πλάσμα εφήμερο, αδύναμο, καμωμένο από λάσπη κι ονείρατα. Μα μέσα μου νογώ να στροβιλίζουνται όλες οι δυνάμες του Σύμπαντου.

Θέλω μια στιγμή, προτού με συντρίψουν, ν' ανοίξω τα μάτια μου και να τις δω. Άλλο σκοπό δε δίνω στη ζωή μου.

Θέλω να βρω μια δικαιολογία για να ζήσω και να βαστάξω το φοβερό καθημερινό θέαμα της αρρώστιας, της ασκήμιας, της αδικίας και του θανάτου.

Ξεκίνησα από ένα σκοτεινό σημείο, τη Μήτρα' οδεύω σ' ένα άλλο σκοτεινό σημείο, το Μνήμα. Μια δύναμη με σφεντονάει μέσα από το σκοτεινό βάραθρο' μια άλλη δύναμη με συντραβάει ακατάλυτα στο σκοτεινό βάραθρο.

Δεν είμαι ο κατάδικος που τον πότισαν κρασί για να θολώσει το μυαλό του' με λαγαρά τα φρένα, νηφάλιος, δρασκελώ το ανάμεσα στους δυο γκρεμούς μονοπάτι.

Και μάχουμαι πως να γνέψω στους συντρόφους, προτού πεθάνω. Να τους δώσω το χέρι μου, να προφτάσω να συλλαβίσω και να τους ρίξω έναν ακέραιο λόγο. Να τους πω τι φαντάζουμαι πως είναι τούτη η πορεία' και κατά που ψυχανεμίζουμαι πως πάμε. Και πως ανάγκη να ρυθμίσουμε όλοι μαζί το περπάτημα και την καρδιά μας.

Ένα σύνθημα, σα συνωμότες, ένα λόγο απλό να προφτάσω να πω στους συντρόφους!

Ναι, σκοπός της Γης δεν είναι η ζωή, δεν είναι ο άνθρωπος. έζησε χωρίς αυτά, θα ζήσει χωρίς αυτά. Είναι σπίθες εφήμερες της βίαιης περιστροφής της.

Ας ενωθούμε, ας πιαστούμε σφιχτά, ας σμίξουμε τις καρδιές μας, ας δημιουργήσουμε εμείς, όσο βαστάει ακόμα η θερμοκρασία τούτη της Γης, όσο δεν έρχουνται σεισμοι, κατακλυσμοι, πάγοι, κομήτες να μας εξαφανίσουν, ας δημιουργήσουμε έναν εγκέφαλο και μιαν καρδιά στη Γης, ας δώσουμε ένα νόημα ανθρώπινο στον υπερανθρώπινον αγώνα!

Τούτη η αγωνία είναι το δεύτερο χρέος.

ΤΡΙΤΟ ΧΡΕΟΣ

Ο νους βολεύεται. Θέλει να γιομώσει μ' έργα μεγάλα τη φυλακή του, το κρανίο. Να χαράξει στους τοίχους ρητά ηρωικά, να ζωγραφίσει στις αλυσίδες του φτερούγες ελευτερίας.

Η καρδιά δε βολεύεται. Χέρια χτυπούν απόξω από τη φυλακή της, φωνές ερωτικές αφουκράζεται στον αγέρα' κι η καρδιά, γιομάτη ελπίδα, αποκρίνεται τινάζοντας τις αλυσίδες' και σε μιαν αστραπή της φαίνεται πως έγιναν οι αλυσίδες φτερούγες.

Μα γρήγορα η καρδιά πέφτει πάλι αιματωμένη, έχασε πάλι την ελπίδα και την ξαναπιάνει ο Μέγας Φόβος.

Καλή η στιγμή, παράτα πίσω σου το νου και την καρδιά, τράβα μπροστά, κάμε το τρίτο βήμα.

Γλίτωσε από την απλοϊκή άνεση του νου που βάνει τάξη κι ελπίζει να υποτάξει τα φαινόμενα. Γλίτωσε από τον τρόμο της καρδίας που ζητάει κι ελπίζει να βρει την ουσία.

Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα. Τούτο είναι το τρίτο χρέος.

Πολεμούμε γιατι έτσι μας αρέσει, τραγουδούμε κι ας μην υπάρχει αυτί να μας ακούσει. Δουλεύουμε, κι ας μην υπάρχει αφέντης, σα βραδιάσει, να μας πλερώσει το μεροκάματο μας. Δεν ξενοδουλεύουμε' εμείς είμαστε οι αφέντες' το αμπέλι τούτο της Γης είναι δικό μας, σάρκα μας κι αίμα μας.

Το σκάβουμε, το κλαδεύουμε, το τρυγούμε, πατούμε τα σταφύλια του, πίνουμε το κρασί, τραγουδούμε και κλαίμε, οράματα κι Ιδέες ανηφορίζουν στην κεφαλή μας.

Σε ποια εποχή του αμπελιού σου έλαχε ο κλήρος να δουλεύεις; Στα σκάμματα; Στόν τρύγο; Στα ξεφαντώματα; Όλα είναι ένα.

Σκάβω και χαίρουμαι όλον τον κύκλο του σταφυλιού, τραγουδώ μέσα στη δίψα και στο μόχτο μου, μεθυσμένος από το μελλούμενο κρασί.

Κρατώ το γιομάτο ποτήρι και ξαναζώ το μόχτο του παππού και του προπάππου. Κι ο ιδρώτας της δουλειάς τρέχει κρουνός στο αψηλό καταμέθυστο κρανίο.

Είμαι ένα σακί γιομάτο κρέας και κόκαλα, αίμα, ιδρώτα και δάκρυα, επιθυμίες και οράματα.

Κυλιούμαι μια στιγμή στον αγέρα, πνέω, χτυπάει η καρδιά μου, ο νους μου φέγγει, και ξαφνικά η γης ανοίγει και χάνουμαι.

Μέσα στο εφήμερο ραχοκόκαλό μου δυο αιώνια ρέματα ανεβοκατεβαίνουν. Μέσα στα σωθικά μου ένας άντρας και μια γυναίκα αγκαλιάζουνται. Αγαπιούνται και μισούνται, παλεύουν.

Ο άντρας πλανταμένος φωνάζει: «Είμαι η σαγίτα που θέλει να σκίσει το στημόνι, να τιναχτεί όξω από τον αργαλειό της ανάγκης.

»Νά ξεπεράσω το νόμο, να συντρίψω τα κορμιά, να νικήσω το θάνατο. Είμαι ο Σπόρος!»

Κι η άλλη βαθιά μαυλιστική φωνή, η γυναικίσια, αποκρίνεται γαληνεμένη και σίγουρη: «Κάθουμαι διπλοπόδι απάνω στο χώμα, αμολώ τις ρίζες μου βαθιά στα μνήματα' δέχουμαι το σπόρο ακίνητη και τον θρέφω. Είμαι όλη γάλα κι ανάγκη.

»Και λαχταρώ να γυρίσω πίσω, να κατεβώ στο ζώο, να κατεβώ πιο χαμηλά, στο δέντρο, μέσα στις ρίζες και στα χώματα, να μη σαλεύω.

»Κρατώ, σκλαβώνω την πνοή, δεν την αφήνω να πετάξει' μισώ τη φλόγα που ανεβαίνει. Είμαι η Μήτρα!»

Αφουκράζουμαι τις δυο φωνές τους' δικές μου είναι κι οι δυο και τις χαίρουμαι και καμιά δεν αρνιέμαι. Ένας χορός των πέντε αιστήσεων είναι η καρδιά μου. Ένας αντίχορος της απάρνησης των πέντε αιστήσεων είναι η καρδιά μου.

Αρίφνητες δυνάμες ορατές κι αόρατες αγάλλουνται και με ακολουθούν, όταν με αγωνία, ενάντια στο παντοδύναμο ρέμα, ανηφορίζω.

Αρίφνητες δυνάμες ορατές κι αόρατες ανακουφίζουνται και γαληνεύουν όταν, κατηφορίζοντας, γυρίζω πίσω στα χώματα.

Ρέει η καρδιά μου. Δε ζητώ την αρχή και το τέλος του κόσμου. Ακολουθώ το φοβερό ρυθμό του και πάω.

Αποχαιρέτα τα πάντα κάθε στιγμή. Στύλωνε τη ματιά σου αργά, παθητικά στο καθετί και λέγε: Ποτέ πια!

Αγνάντευε γύρα σου: Όλα τούτα τα κορμιά που κοιτάς θα σαπίσουν. Σωτηρία δεν υπάρχει.

Κοίταξε: Ζούνε, δουλεύουν, αγαπούν, ελπίζουν. Κοίταξε πάλι: Τίποτα δεν υπάρχει!

Ανεβαίνουν από τα χώματα οι γενεές των ανθρώπων και ξαναπέφτουν πάλι στα χώματα.

Σωριάζεται, πληθαίνει, ανεβαίνει ως τον ουρανό η αρετή κι η προσπάθεια του ανθρώπου.

Που πάμε; Μη ρωτάς! Ανέβαινε, κατέβαινε. Δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος. Υπάρχει η τωρινή τούτη στιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα, και τη χαίρουμαι όλη.

Καλή είναι η ζωή, καλός ο θάνατος, η Γης στρογγυλή και στερεή, σα στήθος γυναικός στις πολυκάτεχες παλάμες μου.

Λίνουμαι σε όλα. Αγαπώ, πονώ, αγωνίζουμαι. Ο κόσμος μου φαντάζει πλατύτερος από το νου, η καρδιά μου ένα μυστήριο σκοτεινό και παντοδύναμο.

Αν μπορείς, Ψυχή, ανασηκώσου απάνω από τα πολύβουα κύματα και πιάσε μ' ένα κλωθογύρισμα του ματιού σου όλη τη θάλασσα. Κράτα καλά τα φρένα σου να μη σαλέψουν. Κι ολομεμιάς βυθίσου πάλι στο πέλαγο και ξακλούθα τον αγώνα.

Ένα καράβι είναι το σώμα μας και πλέει απάνω σε βαθιογάλαζα νερά. Ποιος είναι ο σκοπός μας; Να ναυαγήσουμε!

Γιατι ο Ατλαντικός είναι καταρράχτης, η Νέα Γης υπάρχει μονάχα στην καρδιά του ανθρώπου, και ξαφνικά, σε στρόβιλο βουβό, θα βουλιάξεις στον καταρράχτη του θανάτου και συ κι όλη η γαλέρα του κόσμου.

Χρέος σου, ήσυχα, χωρίς ελπίδα, με γενναιότητα, να βάνεις πλώρα κατά την άβυσσο. Και να λες: Τίποτα δεν υπάρχει!

Τίποτα δεν υπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος. Κοιτάζω την ύλη και το νου σα δυο ανύπαρχτα ερωτικά φαντάσματα να κυνηγιούνται, να σμίγουν, να γεννούν και ν' αφανίζουνται, και λέω: «Αυτό θέλω!»

Ξέρω τώρα' δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία.

Η ΠΟΡΕΙΑ

Μα ξάφνου μια σπαραχτικιά κραυγή μέσα μου: «Βοήθεια!» Ποιος φώναξε;

Μάζωξε τη δύναμη σου κι αφουκράσου' όλη η καρδιά του άνθρωπου είναι μια κραυγή. Ακούμπησε απάνω στο στήθος σου να την ακούσεις' κάποιος μέσα σου αγωνίζεται και φωνάζει.

Χρέος σου, σε πάσα στιγμή, μέρα και νύχτα, σε χαρά και σε θλίψη, μέσα από την καθημερινήν ανάγκη, να ξεχωρίσεις την Κραυγή τούτη, να την ξεχωρίσεις ορμητικά ή συγκρατημένα, όπως βολεί στη φύση σου, γελώντας ή κλαίγοντας, ενεργώντας ή στοχαζόμενος, και να μάχεσαι να νιώσεις ποιος είναι αυτός που κιντυνεύει και φωνάζει' και πώς μπορούμε εμείς να στρατευτούμε, όλοι μαζί, και να τόνε λευτερώσουμε.

Μέσα στην πιο μεγάλη χαρά μας ένας μέσα μας φωνάζει: «Πονώ! Θέλω να ξεφύγω από τη χαρά σου! Πλαντώ!»

Μέσα στην πιο μεγάλη απελπισία μας ένας μέσα μας φωνάζει: «Δεν απελπίζουμαι! Παλεύω! Γαντζώνουμαι απάνω από την κεφαλή σου, ξεθηκαρώνω από το σώμα σου, ξεθηκαρώνω από τη γης, δε χωρώ σε μυαλά, σε ονόματα, σε πράξες!»

Μέσα από την πιο πλατιά αρετή μας ένας ανασηκώνεται, απελπισμένος, και φωνάζει: «Στενή είναι η αρετή, δεν μπορώ ν' αναπνέψω' μικρός, στενός είναι ο Παράδεισος, δε με χωράει' σαν άνθρωπος μου φαίνεται ο Θεός σας, δεν τον θέλω!»

Ακούω την άγρια κραυγή κι ανατινάζουμαι. Μέσα μου, η αγωνία που ανηφορίζει συντάζεται, για πρώτη φορά, σε ακέραιη ανθρώπινη φωνή, στρέφεται κατά πρόσωπο και με φωνάζει καθαρά, με τ' όνομα μου, με τ' όνομα του γονιού μου και της ράτσας μου!

Είναι η μεγάλη κρίσιμη στιγμή. Είναι το σύνθημα της Πορείας.

Αν δεν ακούσεις την Κραυγή τούτη να σκίζει τα σωθικά σου, μην ξεκινήσεις!

Ξακλούθα με υπομονή, με υποταγή την ιερή θητεία σου στον πρώτο, στο δεύτερο, στον τρίτο βαθμό της προετοιμασίας.

Κι αφουκράζου: Στον ύπνο, στον έρωτα, στη δημιουργία, σε μιαν αφιλόκερδή σου περήφανη πράξη ή μέσα σε βαθιά απελπισμένη σιωπή, ξάφνου μπορεί ν' ακούσεις την Κραυγή και να κινήσεις.

Ως τώρα έρεε η καρδιά μου, ανέβαινε, κατέβαινε με το Σύμπαντο.

Μα ως άκουσα την Κραυγή, το σπλάχνο μου και το Σύμπαντο χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα.

Κάποιος μέσα μου κιντυνεύει, σήκωσε τα χέρια του και μου φωνάζει: «Σώσε με!»

Κάποιος μέσα μου ανεβαίνει, παραπατάει και φωνάζει: «Βοήθεια!»

Ποια στράτα από τις δυο αιώνιες να διαλέξω;

Ξαφνικά νογώ, από την απόφαση μου τούτη κρέμεται όλη μου η ζωή' κρέμεται όλη η ζωή του Σύμπαντου.

Από τις δυο στράτες, διαλέγω τον ανήφορο. Γιατί;

Χωρίς νοητά επιχειρήματα, χωρίς καμιά βεβαιότητα' κατέχω πόσο ανήμπορος στην κρίσιμη τούτη στιγμή είναι ο νους κι όλες οι μικρές βεβαιότητες του ανθρώπου.

Διαλέγω τον ανήφορο, γιατι κατά κει με σπρώχνει η καρδιά μου.

«Απάνω! Απάνω! Απάνω!» φωνάζει η καρδιά μου, και την ακολουθώ μ' εμπιστοσύνη.

Νιώθω, αυτό ζητάει από μένα η τρομερή αρχέγονη Κραυγή.

Πηδώ στο πλευρό της!

Ταυτίζω τη μοίρα μου μαζί της.

Κάποιος μέσα μου αγωνίζεται ν' ανασηκώσει ένα βάρος, ν' αναμερίσει τη σάρκα και το νου, νικώντας τη συνήθεια, την τεμπελιά και την ανάγκη.

Δεν ξέρω από που έρχεται και που πάει.

Μέσα στο εφήμερο στήθος μου αδράχνω την πορεία του, αφουκράζουμαι το αγκομαχητο του, ανατριχιάζω αγγίζοντας τον.

Ποιος είναι; Στήνω το αυτί, θέτω σημάδια, οσμίζουμαι τον αγέρα.

Ανηφορίζω, ψάχνοντας προς τ' απάνω, αγκομαχώντας.

Αρχίζει η φοβερή, η μυστική Πορεία.

Α' ΣΚΑΛΟΠΑΤΙ: ΕΓΩ

Δεν είμαι καλός, δεν είμαι αγνός, δεν είμαι ήσυχος!

Αβάσταχτη είναι η ευτυχία κι η δυστυχία μου, είμαι γιομάτος άναρθρες φωνές και σκοτάδι' κυλιούμαι όλο δάκρυα κι αίματα μέσα στη ζεστή τούτη φάτνη της σάρκας μου.

Φοβούμαι να μιλήσω. Στολίζουμαι με ψεύτικα φτερά, φωνάζω, τραγουδώ, κλαίω, για να συμπνίγω την ανήλεη κραυγή της καρδιάς μου.

Δεν είμαι το φως, είμαι η νύχτα' μα μια φλόγα λοχίζει ανάμεσα στα σωθικά μου και με τρώει. Είμαι η νύχτα που την τρώει το φως.

Με κίντυνο, βαρυγκομώντας, τρεκλίζοντας μέσα στο σκοτάδι, πασκίζω να τιναχτώ από τον ύπνο, να σταθώ λίγη ώρα, όσο μπορώ, ορθιος.

Μια μικρή ανυπόταχτη πνοή μάχεται μέσα μου απελπισμένα να νικήσει την ευτυχία, την κούραση και το θάνατο.

Γυμνάζω σαν άλογο πολεμικό το σώμα μου, το συντηρώ λιτό, γερό, πρόθυμο.

Το σκληραγωγώ και το σπλαχνίζουμαι. Άλλο άλογο δεν έχω.

Συντηρώ το μυαλό μου ακοίμητο, λαγαρό, ανήλεο. Το αμολώ να παλεύει ακατάλυτα και να κατατρώει, φως αυτό, το σκοτάδι της σάρκας. Άλλο αργαστήρι να κάνω το σκοτάδι φως δεν έχω.

Συντηρώ την καρδιά μου φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη. Νιώθω στην καρδιά μου όλες τίς ταραχές και τις αντινομίες, τις χαρές και τις πίκρες της ζωής. Μα αγωνίζουμαι να τις υποτάξω σ' ένα ρυθμό ανώτερο από το νου, σκληρότερο από την καρδιά μου. Στο ρυθμό του Σύμπαντου που ανηφορίζει.

Η Κραυγή κηρύχνει μέσα μου επιστράτεψη. Φωνάζει: «Εγώ, η Κραυγή, είμαι ο Κύριος ο Θεός σου! Δεν είμαι καταφύγι. Δεν είμαι σπίτι κι ελπίδα. Δεν είμαι Πατέρας, δεν είμαι Γιος, δεν είμαι Πνέμα. Είμαι ο Στρατηγός σου!

»Δέν είσαι δούλος μου μήτε παιχνίδι στις απαλάμες μου. Δεν είσαι φίλος μου, δεν είσαι παιδί μου. Είσαι ο σύντροφος μου στη μάχη.

»Κράτα γενναία τα στενά που σου μπιστεύτηκα' μην τα προδώσεις! Χρέος έχεις και μπορείς στο δικό σου τον τομέα να γίνεις ήρωας.

»Αγάπα τον κίντυνο. Τι είναι το πιο δύσκολο; Αυτό θέλω! Ποιο δρόμο να πάρεις; Τον πιο κακοτράχαλον ανήφορο. Αυτόν παίρνω κι εγώ' ακλούθα μου!

»Να μάθεις να υπακούς. Μονάχα όποιος υπακούει σε ανώτερο του ρυθμό είναι λεύτερος.

»Να μάθεις να προστάζεις. Μονάχα όποιος μπορεί να προστάζει είναι αντιπρόσωπος μου απάνω στη γης ετούτη.

»Ν' αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.

»Ν' αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους' να ζητάς συντρόφους!

»Να 'σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα. Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση.

»Που πάμε; Θα νικήσουμε ποτέ; Προς τι όλη τούτη η μάχη; Σώπα! Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!»

Σκύβω κι αφουκράζουμαι την πολεμική τούτη Κραυγή στα σωθικά μου. Αρχίζω και μαντεύω το πρόσωπο του Αρχηγού, ξεκαθαρίζω τη φωνή του, δέχουμαι με χαρά και με τρόμο τις σκληρές εντολές του.

Ναι, ναι, δεν είμαι τίποτα. Ένας αχνός φωσφορισμός απάνω στην ογρή πεδιάδα, ένα άθλιο σκουλήκι που σούρνεται κι αγαπάει, φωνάζει και μιλάει για φτερούγες, μια ώρα, δυο ώρες, κι ύστερα το στόμα του φράζει με χώματα. Άλλη απόκριση οι σκοτεινές δυνάμες δε δίνουν.

Μα μέσα μου, μια Κραυγή ανώτερη μου φωνάζει αθάνατη. Τι, θέλοντας και μη, είμαι κι εγώ, σίγουρα, ένα κομμάτι από τ' ορατό κι αόρατο Σύμπαντο. Είμαστε ένα. Οι δυνάμες που δουλεύουν εντός μου, οι δυνάμες που με σπρώχνουν και ζω, οι δυνάμες που με σπρώχνουν και πεθαίνω είναι, σίγουρα, και δικές του δυνάμες.

Δεν είμαι ένα μετέωρο αρίζωτο στον κόσμο. Είμαι χώμα από το χώμα του και πνοή από την πνοή του.

Δε φοβούμαι μοναχός, δεν ελπίζω μοναχός, δε φωνάζω μοναχός μου. Μια παράταξη μεγάλη, μια φόρα του Σύμπαντου φοβάται, ελπίζει, φωνάζει μαζί μου.

Είμαι ένα πρόχειρο γιοφύρι, και Κάποιος αποπάνω μου περνάει και γκρεμίζουμαι ξοπίσω του. Ένας Αγωνιστής με διαπερνάει, τρώει τη σάρκα μου και το μυαλό μου, ν' ανοίξει δρόμο, να γλιτώσει από μένα. Όχι εγώ, Αυτός φωνάζει!

Συνεχίζεται..

14 σχόλια :

  1. Τον νου,άντε να τον υποτάξεις! Η καρδιά όμως έχει την δική της πορεία και δεν αλλάζει,ότι κι αν της τάξεις ! Σήμερα το μεσημέρι αναρωτήθηκα κάποια στιγμή ,γιατί να μην μπορώ ν'αφεθώ ολοκληρωτικά στην χαρά;Τί είναι αυτό που με πιέζει από μέσα μου και βάζει φραγμό στο συναίσθημα αυτό;Μήπως συμβαίνει μόνο αυτό σε μένα ;Πήρα απάντηση σε πολλά και την συνέχεια θέλω να δω.......
    Είχες δεν είχες ,την καταιγίδα την έστειλες προς τα εδώ ! Κατάμαυρο τον βλέπω τον ουρανό και η μπόρα έρχεται !
    Γειά σου Λουλουδάκι μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τι μπορεί να πεις για το Καζαντζάκη. Μεγαλειώδη η διάσταση των γραπτων του. Τον απασχολούν πέραν των άλλων, η έννοια του θεού, μέ όρους υπαρξιακούς, ανθρώπινους, του μυαλού και της καρδιας. Ανατρεπτικός σε δύσκολους καιρούς σε αναγκάζει να ξαναδείς το σήμερα της πολιτικής, της τέχνης, της ανθρωπιάς και να το συγκρίνεις με τα μηνύματα των γραπτών του.
    Τι απαγοήτευση, δυσκολεύομαι να βρώ στο σήμερα ανατροπές λόγων, πολύ περισσότερο πράξεων. Επαναλήψεις αποτυχημένων τηλεοπτικών σειρών.

    Ευχαριστώ για post και τη μουσική που το συνοδεύουν

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει' μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.

    ... »Καρδιά, απλοϊκή καρδιά, γαλήνεψε κι υποτάξου!»

    Μα η καρδιά ανατινάζεται και φωνάζει: «Είμαι ο χωριάτης και πηδώ απάνω στη σκηνή κι επεμβαίνω στην πορεία του κόσμου!»

    Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι.

    Στη συνέχεια θα απαντηθούν κι άλλα ερωτήματά σου Δημήτρη μου..

    Μαζί με τις πρασινάδες μου..ήρθε και η βροχή λές? :)

    Kαλό βραδάκι Φίλε μου!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. "Ανατρεπτικός σε δύσκολους καιρούς σε αναγκάζει να ξαναδείς το σήμερα της πολιτικής, της τέχνης, της ανθρωπιάς και να το συγκρίνεις με τα μηνύματα των γραπτών του.
    Τι απαγοήτευση, δυσκολεύομαι να βρώ στο σήμερα ανατροπές λόγων, πολύ περισσότερο πράξεων. Επαναλήψεις αποτυχημένων τηλεοπτικών σειρών."

    Δεν χρειάζεται να προσθέσω κάτι άλλο εδώ..

    Εγώ σ'ευχαριστώ για το πέρασμα AlexMil

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Καλησπέρα.
    Μέ αυτήν την ανάρτηση μού δίνεται η ευκαιρία να ξαναδιαβάσω πάλι αυτό το συγκεκριμένο Έργο Του!
    Και όχι μόνο..νάσαι καλά και νάξερες μόνο τί μού θύμισες!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Kαλώς το κορίτσι..

    Το ίδιο κάνω κι εγώ Νάντια,ξαναδιαβάζω την Ασκητική..ας είναι καλά αυτος που μου είπε την,"μαγική" λέξη!

    Ελπίζω να είναι ευχάριστες οι μνήμες που σου έφερα :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει' μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.


    Αχ αυτή η καρδιά.. Αχ αυτή η καρδιά.. Ήσυχους δε μας αφήνει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Μα η καρδιά ανατινάζεται και φωνάζει: «Είμαι ο χωριάτης και πηδώ απάνω στη σκηνή κι επεμβαίνω στην πορεία του κόσμου!»

    Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι.

    Aχ αυτή η καρδιά..όμως και τι θα κάναμε αλήθεια, χωρίς αυτη κοριτσάκι?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Την εχω μελετήσει και μου άρεσε πολύ αυτή η προσωπική του κατάθεση ψυχής και νου μέσα σε γραμμες με απλό λόγο αινιγματικό αλλα βαθύ..καλημέρα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Αινιγματικός λόγος..και όλες οι απαντήσεις εκεί

    Καλησπέρα Σπύρο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Ανώνυμος27/4/09, 11:17 μ.μ.

    ΟΜΟΡΦΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ...!!!!
    ΟΠΩΣ ΚΑΙ Η ΠΕΝΑ ΣΟΥ..!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. KATAΠΛΗΚΤΙΚΗ Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΣΟΥ.
    ΠΕΡΑΣΕ ΑΝ ΔΕΝ ΒΑΡΙΕΣΑΙ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΟΥΣΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΑΚΙ.ΕΧΕΙΣ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. Nα είσαι καλά Σκρουτζάκο μου..

    Πέρασα απο το..θησαυροφυλάκιό σου,πρίν απο λίγο :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Κι είμαστε ακόμα ζωντανοί…
στη σκηνή,
σαν ροκ συγκρότημα…κι αν μας αντέξει το σκοινί…θα φανεί στο χειροκρότημα.